Σελίδες

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ
 
Όταν η σύγχρονη πόλη της Σπάρτης ιδρύθηκε το 1834 με διάταγμα του βασιλιά Όθωνα, η ακρόπολη της αρχαίας περιώνυμης πόλης, με τις ήδη εντοπισμένες αρχαιότητες, αποτέλεσε το κέντρο νότια του οποίου χτίστηκε και αναπτύχθηκε η νέα Σπάρτη, κυριολεκτικά πάνω στα λείψανα της αρχαίας.


    Υπό το πνεύμα και του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, η προσπάθεια αναβίωσης του μεγαλείου μιας αρχαίας ελληνικής πόλης στο πλαίσιο της ανοικοδόμησης του νέου ελληνικού κράτους αντανακλά όχι μόνο στην ίδια την ίδρυση της Σπάρτης αλλά και στο ιπποδάμειο ρυμοτομικό σχέδιο, στη νεοκλασική μορφολογία των δημόσιων κτηρίων της, ακόμα και στην επιλογή της θέσης της. Ωστόσο, η αρμονική συνύπαρξη της αρχαίας και της σύγχρονης Σπάρτης αποδείχτηκε δύσκολο στοίχημα στο πέρασμα του χρόνου, καθώς σε έναν τόπο μικρό, που φιλοξενεί ανθρώπινα έργα αιώνων, είναι αναπόφευκτη η σύγκρουση του νέου με το παλιό.
 
    Κορωνίδα τόσο της αρχαίας όσο και της νέας πόλης αποτέλεσε ο αρχαιολογικός χώρος της ακρόπολης και της αγοράς της αρχαίας Σπάρτης, του διοικητικού και θρησκευτικού κέντρου της, όπου έχουν έρθει στο φως μνημεία αντιπροσωπευτικά της ιστορικής πορείας της αρχαίας πόλης, των αλλαγών και του χαρακτήρα της ανά εποχή. Τα κατάλοιπα αυτά τεκμηριώνουν τη συνεχή και συστηματική χρήση του χώρου από τους πρώιμους γεωμετρικούς μέχρι και τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους.
Τα λείψανα της αρχαίας Σπάρτης προσέλκυσαν το ενδιαφέρον ξένων περιηγητών και ερευνητών ήδη από τον 15ο αιώνα. Ωστόσο, τον 18ο και τον 19ο αιώνα το ενδιαφέρον αυτό εκδηλώθηκε συστηματικότερα και οδήγησε στην ταύτιση, την καταγραφή, την αποτύπωση, ακόμα και τη διερεύνηση αρχαίων θέσεων και μνημείων. Το 1875 ο Παναγιώτης Σταματάκης, ως απεσταλμένος της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, προώθησε την απαλλοτρίωση του αρχαίου θεάτρου. Το λεγόμενο «Κυκλοτερές Οικοδόμημα», που βρίσκεται στο νότιο τμήμα της αγοράς, είναι το πρώτο μνημείο που ανασκάφηκε συστηματικά το 1892 και δημοσιεύτηκε από τους αρχαιολόγους C. Waldstein και C.L. Meader της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών.

  Η Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή εργάστηκε συστηματικά στην ακρόπολη και την αγορά της Σπάρτης καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα.


Εύρημα της Βρετανικής αρχαιολογικής σχολής από την Σπάρτη.

  Τη δεκαετία του ’30 στην ακρόπολη εργάστηκαν ο Αδαμάντιος Αδαμαντίου και ο Γεώργιος Σωτηρίου και, μετά τη διακοπή που επέφερε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, τα έτη 1960–1962 η έρευνα συνεχίστηκε με έξοδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας και υπό την εποπτεία του Χρύσανθου Χρήστου, ο οποίος αποκάλυψε μνημειακό στωικό οικοδόμημα στην περιοχή της αγοράς.

  Στο θέατρο εργάστηκε το 1974 και ο Γ. Σταϊνχάουερ, ο οποίος ανέσκαψε μέρος του κοίλου του. Το 2007 ξεκίνησε το πενταετές πρόγραμμα έρευνας του θεάτρου, σε συνεργασία της (πρώην) Ε΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και της 5ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή.
Κατά τα έτη 2012 και 2013 εκπονήθηκε και εγκρίθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο «Μελέτη αποκατάστασης του αρχαίου θεάτρου της Σπάρτης». Η εν λόγω μελέτη χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και ανατέθηκε σε μελετητή από το μη Κερδοσκοπικό Σωματείο «Διάζωμα».

  Εργασίες προστασίας και ανάδειξης πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά συστηματικά και στο σύνολο του αρχαιολογικού χώρου το διάστημα 2011–2015, στο πλαίσιο του έργου «Προστασία, Διαμόρφωση, Ανάδειξη και Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων της Σπάρτης», το οποίο είχε ενταχθεί στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Δυτικής Ελλάδας–Πελοποννήσου–Ιονίων Νήσων 2007–2013». Την υλοποίησή του ανέλαβε απολογιστικά και με αυτεπιστασία αρχικά η (πρώην) Ε΄ ΕΠΚΑ και ακολούθως η Εφορεία Αρχαιοτήτων Λακωνίας.


Αεροφωτογραφία του αρχαιολογικού χώρου μετά τις εργασίες ανάδειξης. Η λήψη έγινε στο πλαίσιο του έργου «Προστασία, Διαμόρφωση, Ανάδειξη και Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων Σπάρτης». Αρχείο ΕΦ.Α.ΛΑΚ./Φωτ.: Β. Γεωργιάδης

  Με την ολοκλήρωση του έργου, η πόλη της Σπάρτης απέκτησε έναν οργανωμένο και επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, με υποδομές εξυπηρέτησης για το κοινό, πινακίδες σήμανσης και πληροφόρησης, διαδρομές περιήγησης και πλατώματα ανάπαυσης και θέασης για τους επισκέπτες. Η ανάδειξη του κεντρικού αρχαιολογικού χώρου της πόλης και η δημιουργία διαδρομών περιήγησης που συνδέουν τα μνημεία του μεταξύ τους συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας όσο το δυνατόν πληρέστερης εικόνας για την αρχαία Σπάρτη, ενώ παράλληλα οργανώνουν αντιπροσωπευτικά και εύληπτα για τον επισκέπτη υποσύνολα που συντελούν στην προσέγγιση επιμέρους πτυχών της ζωής της αρχαίας, ρωμαϊκής και βυζαντινής πόλης.

Η ακρόπολη
Η ακρόπολη της αρχαίας Σπάρτης είναι ο ψηλότερος από τους ομαλούς λόφους στα βόρεια της πόλης. Πολύτιμη πηγή πληροφόρησης για την τοπογραφία της Σπάρτης, όχι μόνο των ρωμαϊκών αλλά και των κλασικών χρόνων, αποτελεί ο περιηγητής Παυσανίας που επισκέφτηκε την πόλη στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. Από τον περιηγητή, αλλά και από άλλες αρχαίες πηγές, πληροφορούμαστε πως στην ακρόπολη υπήρχε ένα από τα σημαντικότερα και πιο παλιά ιερά της Σπάρτης, το ιερό της Αθηνάς Πολιούχου ή Χαλκιοίκου. Ο Παυσανίας κοντά στο ιερό της Αθηνάς Χαλκιοίκου συνάντησε και άλλους λατρευτικούς χώρους, το ιερό της Αθηνάς Εργάνης, ιερό προς τιμή των Μουσών, τους ναούς του Διός Κοσμητά και της Αρείας Αφροδίτης, όπως και στωικά οικοδομήματα, τον τάφο του μυθικού βασιλιά Τυνδάρεω, αγάλματα και αφιερώματα.


Η αγορά
   Η έκταση που καταλάμβανε η αγορά της αρχαίας Σπάρτης τοποθετείται από τους περισσότερους μελετητές σε πλάτωμα στο λόφο του Παλαιοκάστρου, στα ανατολικά της ακρόπολης. Ο Θουκυδίδης στέκεται στην απουσία πολυτελών κτηρίων και ιερών από τη Σπάρτη του 5ου αιώνα π.Χ. και στην αναντιστοιχία της εικόνας της πόλης με τη δύναμη και το κλέος των Λακεδαιμονίων την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου.
    Ο ιστορικός αναφέρει χαρακτηριστικά: «Λακεδαιμονίων γάρ εἰ ἡ πόλις ἐρημωθείη, λειφθείη δὲ τά τε ἱερὰ καὶ τῆς κατασκευῆς τὰ ἐδάφη, πολλήν ἂν οἶμαι ἀπιστίαν τῆς δυνάμεως προελθόντος πολλοῦ χρόνου τοῖς ἔπειτα πρὸς τὸ κλέος αὐτῶν εἶναι […] οὔτε ξυνοικισθείσης πόλεως οὔτε ἱεροῖς καὶ κατασκευαῖς πολυτελέσι χρησαμένης […] » (Θουκ. Ι.10.2).
    Ωστόσο, η αγορά του 2ου αιώνα μ.Χ., όπου είχαν συγκεντρωθεί οι διοικητικές και θρησκευτικές λειτουργίες της πόλης, εντυπωσίασε τον περιηγητή Παυσανία ο οποίος τη χαρακτηρίζει ως «θέας ἀξία» (Παυσ. ΙΙΙ.11.2) και μνημονεύει πλήθος ιερών, μνημείων, τάφων και δημοσίων κτηρίων που συνάντησε στην ευρύτερη περιοχή της.
    Μεταξύ άλλων αναφέρει την αίθουσα συνεδριάσεων της Γερουσίας, τα κτήρια των Εφόρων, τους ναούς του Καίσαρα και του Αυγούστου, τα ιερά της Γης, του Αγοραίου Δία και της Αγοραίας Αθηνάς, του Ξένιου Δία και της Ξενίας Αθηνάς, τον τάφο του Ορέστη, το κολοσσιαίο άγαλμα του Δήμου της Σπάρτης και άγαλμα του Ερμή αγοραίου με τον Διόνυσο παιδί.
Επίσης καταγράφει το Χορό, όπου τελούνταν οι Γυμνοπαιδιές προς τιμήν του Απόλλωνα, τη Σκιάδα, χώρο δημοσίων και μουσικών εκδηλώσεων, και το «περιφερές οικοδόμημα» με τα αγάλματα του Ολυμπίου Διός και της Ολυμπίας Αφροδίτης.


Το λεγόμενο Κυκλοτερές Οικοδόμημα -κάτοψη

   Εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα από το πολυτελές θέατρο και την Περσική Στοά, το πιο επιβλητικό από τα οικοδομήματα της αγοράς. Τα περισσότερα από τα μνημεία που συνάντησε ο Παυσανίας στην περιοχή της αγοράς χρονολογούνται στους αρχαϊκούς και ρωμαϊκούς χρόνους, εποχές ιδιαίτερης ακμής για τη Σπάρτη.
Σήμερα στο χώρο της ακρόπολης και της αγοράς είναι ορατά τα κατάλοιπα οικοδομημάτων που εξυπηρετούσαν ποικίλες χρήσεις και λειτουργίες στο πέρασμα των αιώνων. Πρόκειται για μνημεία της αρχαϊκής και κλασικής Σπάρτης, στωικά οικοδομήματα, δημόσια κτήρια και ιδιωτικές οικίες των ρωμαϊκών χρόνων, ναούς, δημόσια οικοδομήματα και οικίες των βυζαντινών χρόνων.



ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ




1-Υστερορωμαϊκό Τείχος

Το Υστερορωμαϊκό Τείχος περιβάλλει το λόφο της ακρόπολης και του Παλαιοκάστρου και είναι το πρώτο μνημείο που συναντά ο επισκέπτης που εισέρχεται στον αρχαιολογικό χώρο από τη νότια είσοδο. Είναι γνωστό πως η Σπάρτη των κλασικών χρόνων δεν διέθετε τείχη.


Τα πρώτα οχυρωματικά έργα και το τείχος που περιέβαλλε τις τέσσερις από τις πέντε κώμες που απάρτιζαν την αρχαία Σπάρτη χρονολογούνται στα τέλη του 4ου και στον 3ο αιώνα π.Χ., όταν η άλλοτε ένδοξη πόλη–κράτος είχε αρχίσει να εξασθενεί και να μπαίνει στο περιθώριο των εξελίξεων. Η ύστερη ρωμαϊκή οχύρωση πιθανότατα συσχετίζεται με τις επιδρομές των Ερούλων (267 μ.Χ.) και του Αλάριχου (396 μ.Χ.). Το τείχος είναι μια ισχυρή κατασκευή από αργούς λίθους και οπτοπλίνθους αλλά και από μεγάλο αριθμό λιθοπλίνθων και αρχιτεκτονικών μελών από τα παλαιότερα οικοδομήματα της ακρόπολης και της αγοράς.


2-Ρωμαϊκή Στοά
Η Ρωμαϊκή Στοά βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του πλατώματος του Παλαιοκάστρου. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό οικοδόμημα του α’ μισού του 2ου αιώνα μ.Χ. (125–150 μ.Χ.), που λειτουργούσε ως το νότιο όριο της αγοράς των ρωμαϊκών χρόνων.


  Με τα δεδομένα που προέκυψαν από την αρχαιολογική έρευνα το μνημείο αποκαθίσταται ως διώροφη στοά, πιθανού συνολικού μήκους 187,60 μ. και πλάτους 14,50 μ. και με προσανατολισμό Δ–Α. Η Ρωμαϊκή Στοά ήταν διώροφη στο μεγαλύτερο τμήμα της νότιας πρόσοψής της και μονώροφη στη βόρεια, λόγω της κατωφέρειας του εδάφους από βορρά προς νότο. Δωρική κιονοστοιχία αναπτυσσόταν τόσο στη βόρεια όσο και στη νότια πλευρά, ενώ στο εσωτερικό της στοάς τοποθετείται κιονοστοιχία κορινθιακού ρυθμού. Το δυτικό τμήμα της σχεδόν εφάπτεται με την ανατολική πλευρά του Κυκλοτερούς Οικοδομήματος και το ανατολικό, όπου υπήρχε σειρά καμαροειδών δωματίων, εντοπίζεται βόρεια του Υστερορωμαϊκού Τείχους. Η διαφοροποίηση επιπέδων στα αποκαλυφθέντα τμήματα του οικοδομήματος οφείλεται στο ανάγλυφο του εδάφους της περιοχής.
  Εντός της απαλλοτριωμένης έκτασης του αρχαιολογικού χώρου έχει αποκαλυφθεί η δυτική στενή πλευρά της στοάς, που είναι κατασκευασμένη από σειρές οπτοπλίνθων και στρώσεις ασβεστοκονιάματος και εδράζεται σε συμπαγή κρηπίδα από μικρούς λίθους και κονίαμα. Ο τοίχος αυτός πιθανόν αντιστοιχεί στον πρώτο όροφο του οικοδομήματος.
  Η στοά, όπως τεκμηριώνεται ανασκαφικά, υπέστη πολλές επεμβάσεις και μετασκευές κατά τους βυζαντινούς χρόνους, από τον 12ο έως και τα μέσα του 14ου αιώνα. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σημαντικό μνημείο για την τοπογραφία της ρωμαϊκής Σπάρτης και πιθανότατα σχετίζεται με τις μεγάλης έκτασης οικοδομικές επεμβάσεις και διαμορφώσεις που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή της αγοράς στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ., επί Γάιου Ιούλιου Ευρυκλή Ηρκλανού.

3-Κυκλοτερές Οικοδόμημα
Το λεγόμενο Κυκλοτερές Οικοδόμημα δεσπόζει στο νοτιοανατολικό και χαμηλότερο τμήμα του αρχαιολογικού χώρου της ακρόπολης, στην περιοχή που τοποθετείται η αγορά της πόλης. Ουσιαστικά πρόκειται για μία οριοθέτηση, ανάδειξη και διαμόρφωση σε κυκλικό πλάτωμα ενός φυσικού χαμηλού λόφου, με την κατασκευή γύρω από αυτόν ενός ισχυρού ημικυκλικού αναλημματικού τοίχου, από τον οποίο προήλθε και η συμβατική ονομασία του μνημείου. Ο τοίχος αποτελείται από μία κρηπίδα τριών βαθμίδων πάνω στην οποία εδράζονται σειρές κροκαλοπαγών ορθοστατών μεγάλου μεγέθους, που εναλλάσσονται με λεπτότερες στρώσεις από μαρμάρινες λιθοπλίνθους.



  Ο στιβαρός καμπύλος τοίχος εσωτερικά συνίσταται κυρίως από μεγάλους ακατέργαστους λίθους. Στο δυτικό πέρας του γωνιάζει οργανικά με δεύτερο τοίχο παρόμοιας κατασκευής, στη θέση του οποίου ανεγέρθηκε ναός τον 10ο αιώνα μ.Χ. Σε επαφή σχεδόν με το ανατολικό τμήμα του Κυκλοτερούς Οικοδομήματος, τον 2ο αιώνα μ.Χ. κατασκευάστηκε μνημειακή στοά, ενώ μεταξύ των δύο αυτών μνημείων έχει αποκαλυφθεί ισχυρή κατασκευή που συνίσταται από μικρούς αργούς λίθους και πλούσιο ασβεστοκονίαμα και εν μέρει υπόκειται της κρηπίδας του Κυκλοτερούς Οικοδομήματος. Η επέμβαση αυτή, που σκοπό είχε να υποστυλώσει και να εξασφαλίσει τη στατικότητα του μνημείου, χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους, πριν από την ανέγερση της Ρωμαϊκής Στοάς.
  Οι κατασκευές που υπήρχαν στην επιφάνεια του υψώματος σώζονται αποσπασματικά και σήμερα είναι καταχωμένες για λόγους προστασίας. Στον φυσικό βράχο έχουν αποκαλυφθεί κυκλικά λαξεύματα, τμήμα μαρμάρινης βάσης αγαλμάτων των ρωμαϊκών χρόνων και, στα βόρεια, 22 ορθογώνιοι λίθοι από πωρόλιθο, που διευθετούνται σε σχεδόν ομόκεντρα ημικύκλια. Τα λείψανα αυτά έχουν αποδοθεί σε διάφορες κατασκευές, όπως σε κυκλική πλακόστρωτη επιφάνεια με κιονοστοιχία, σε ξύλινο κωνικό στέγαστρο, ακόμα και σε κάποιας μορφής θέατρο.
  Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους το μνημείο πρέπει να απέκτησε πιο επιβλητική μορφή και να ενισχύθηκε στατικά και δομικά, όπως προκύπτει και από την κατασκευή της Ρωμαϊκής Στοάς και τις επεμβάσεις κυρίως στο ανατολικό τμήμα του.

Ευδιάκριτη οικιστική και ταφική δραστηριότητα προκύπτει από τα ανασκαφικά και αρχιτεκτονικά δεδομένα και κατά τη Βυζαντινή περίοδο, και κυρίως κατά τους μέσους βυζαντινούς χρόνους, δηλαδή τον 10ο αιώνα. Η δραστηριότητα στο χώρο αυτό κατά τη συγκεκριμένη περίοδο θα μπορούσε να συσχετιστεί και με τον παρακείμενο βυζαντινό ναό.
   Δεδομένο είναι πως το Κυκλοτερές Οικοδόμημα υπήρξε διαχρονικά τοπόσημο και σημείο αναφοράς για την πόλη της Σπάρτης. Η δεσπόζουσα θέση του στην είσοδο του διοικητικού και θρησκευτικού κέντρου της αρχαίας πόλης, το γεγονός ότι πρόκειται για μια λιτή και μνημειακή συνάμα κατασκευή που μπορούσε να προσαρμοστεί εύκολα στα πρότυπα και στην αισθητική της κάθε εποχής και η ισχυρή δομή του με τους ογκώδεις και ουσιαστικά αμετακίνητους λίθους, είναι ορισμένοι από τους λόγους για τους οποίους το μνημείο ήταν σε λειτουργία από την εποχή της ίδρυσής του στην Αρχαϊκή περίοδο, μέχρι και τους βυζαντινούς χρόνους, αλλάζοντας χρήση και εξυπηρετώντας διαφορετικές ανάγκες ανά εποχή.
  Αυτή ακριβώς η χρήση του για εκατοντάδες χρόνια δυσχεραίνει την ταύτισή του με κάποιο γνωστό από τις πηγές χώρο και τον προσδιορισμό του αρχικού του χαρακτήρα, καθώς συνεπάγεται επάλληλες μετασκευές, προσθήκες και διαμορφώσεις, που επέφεραν αλλαγές τόσο στο ίδιο όσο και στον περιβάλλοντα χώρο του. Από τις πολλές διαφορετικές προτάσεις ταύτισης δημοφιλέστερες είναι αυτές που το συσχετίζουν με το Περιφερές Οικοδόμημα του Επιμενίδη, όπου βρίσκονταν τα αγάλματα του Ολυμπίου Διός και της Ολυμπίας Αφροδίτης (περίπου 600 π.Χ.) και με τη Σκιάδα, χώρο δημόσιων και μουσικών συγκεντρώσεων, έργο του Σαμιώτη Θεόδωρου (μέσα 6ου αι. π.Χ.).
  Όπως αναφέρει ο Παυσανίας, τα εν λόγω μνημεία ήταν γειτονικά. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το ένα αναφέρεται ως «Περιφερές», δηλαδή κυκλικό, και ότι και η ονομασία Σκιάς παραπέμπει σε περίκεντρο κτήριο με στέγαστρο τύπου «ομπρέλας», είναι δελεαστική η ταύτιση του Κυκλοτερούς Οικοδομήματος με ένα από τα δύο αυτά οικοδομήματα. Σε αυτή την περίπτωση ο τοίχος με τον οποίο γωνιάζει το μνημείο στα δυτικά του θα μπορούσε να ανήκει στο έτερο κυκλικό μνημείο.

4-Βυζαντινός ναός στα δυτικά του Κυκλοτερούς Οικοδομήματος
Ο ναός οικοδομήθηκε κατά τους μέσους βυζαντινούς χρόνους (10ος αι. μ.Χ.) στη θέση παλαιότερης, επίσης κυκλικής κατασκευής, που γώνιαζε οργανικά με το δυτικό πέρας του αναλημματικού τοίχου του Κυκλοτερούς Οικοδομήματος.
 Πρόκειται για κτίσμα σχεδόν τετράγωνης κάτοψης με τρεις καμπύλες εφαπτόμενες αψίδες στα ανατολικά και είσοδο στο μέσον του δυτικού τοίχου. Ο ναός έχει κατασκευαστεί από αργούς λίθους και κονίαμα, με θραύσματα οπτοπλίνθων στους αρμούς, ενώ έχει ενσωματώσει και πολλά μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη προερχόμενα από τα αρχαία οικοδομήματα που προϋπήρχαν στη θέση. Στο εσωτερικό μέτωπο του βόρειου τοίχου του διακρίνονται εξίτηλα ίχνη γραπτού διακόσμου.

5-Στωικό Οικοδόμημα («Αγορά»)
  Βόρεια του Κυκλοτερούς Οικοδομήματος έχει αποκαλυφθεί μνημειακό στωικό οικοδόμημα που στη βιβλιογραφία είναι γνωστό ως «Αγορά». Το μνημείο ανασκάφηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 από τον Χρύσανθο Χρήστου. Πρόκειται για μεγάλων διαστάσεων στοά, της οποίας έχει ανασκαφεί μόνο η νοτιοδυτική εσωτερική γωνία. Οι τοίχοι της είναι κατασκευασμένοι κατά τον πολυγωνικό τρόπο δόμησης από μεγάλους πωρόλιθους, με εξαίρεση το ανώτερο τμήμα τους που είναι κατασκευασμένο από ασβεστόλιθους κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Από ασβεστόλιθους και κατά τον ίδιο τρόπο έχουν κατασκευαστεί και τα εγκάρσια προς τους τοίχους τοιχία, που διαμορφώνουν μικρούς χώρους στο εσωτερικό της στοάς.


   Η στοά χωροθετείται στην έκταση όπου τοποθετείται η αγορά της πόλης. Λόγω της κατωφέρειας του παρακείμενου δυτικού λόφου, ήταν κατά πάσα πιθανότητα διώροφη στα νοτιοανατολικά και ισόγεια στα βορειοδυτικά, λειτουργώντας και ως ανάλημμα.
Στα ανατολικά και βόρεια του οικοδομήματος, έχουν αποκαλυφθεί θεμέλια οικιών και κατασκευές βυζαντινών χρόνων. Προσθήκες και επισκευές υπέστη και το ίδιο το στωικό οικοδόμημα κατά τη Βυζαντινή περίοδο.

   Ο ανασκαφέας χρονολογεί την κατασκευή της στοάς στον 4ο ή 3ο αιώνα π.Χ. και θεωρεί πως υπέστη μετασκευή κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. Πληθώρα στοιχείων πιστοποιούν τη λειτουργία και τη χρήση του κτηρίου έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. Στην εσωτερική γωνία της στοάς, κάτω από στρώμα καταστροφής με έντονα κατάλοιπα καύσης, βρέθηκε το εικονιστικό άγαλμα της αυτοκράτειρας Ιουλίας Ακυλίας Σεβήρας (220–222 μ.Χ.), συζύγου του αυτοκράτορα Ελαγαβάλου, το οποίο σήμερα φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (αρ. κατ. Χ 23321).

Χάλκινο εικονιστικό άγαλμα της αυτοκράτειρας Ιουλίας Ακυλίας Σεβήρας (220–222 μ.Χ.). Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

  Η αυτοκράτειρα, φορώντας χιτώνα και ιμάτιο, στέκεται κατ’ ενώπιον και με το σωζόμενο δεξί χέρι προτεταμένο. Αυτό που προκαλεί ακόμη και σήμερα εντύπωση στο θεατή είναι οι εκτεταμένες κακώσεις και παραμορφώσεις που έχει υποστεί το χάλκινο άγαλμα, οι οποίες του προσδίδουν μια παράξενη, σχεδόν μακάβρια όψη.
  Ο ανασκαφέας απέδωσε την κατάστασή του σε damnatio memoriae, δηλαδή σε καταδίκη της εικονιζόμενης αυτοκράτειρας σε αιώνια λήθη, μέσω της κακοποίησης της εικόνας της.
Με αφετηρία αυτή την άποψη η μορφή έχει ταυτιστεί με γυναίκες της δυναστείας των Σεβήρων που υπέστησαν τη συγκεκριμένη ποινή, όπως με τη μητέρα του αυτοκράτορα Αλέξανδρου Σεβήρου, Ιουλία Μαμαία, την επίσης σύζυγο του Ελαγαβάλου Άννια Φαυστίνα και την Πλαυτίλλα, σύζυγο του Καρακάλλα.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα πορίσματα της έρευνας, οι παραμορφώσεις οφείλονται πιθανότατα στα οικοδομικά υλικά που καταπλάκωσαν το άγαλμα στο σημείο όπου στεκόταν, όταν το κτήριο κατέρρευσε ύστερα από πυρκαγιά.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με λεπτομέρειες στην απόδοση της μορφής, όπως το χτένισμα και τα ατομικά χαρακτηριστικά του προσώπου, τη συσχετίζουν με την Ιουλία Ακυλία, η οποία δεν είναι γνωστό ότι είχε καταδικαστεί σε damnatio memoriae.

   Η μερική ανασκαφική διερεύνηση του οικοδομήματος δεν παρέχει στους ερευνητές επαρκή στοιχεία για την ταύτισή του με κάποιο συγκεκριμένο μνημείο. Δημοφιλής είναι η άποψη πως πρόκειται για την Περσική Στοά, οικοδόμημα που εντυπωσίασε τον περιηγητή Παυσανία κατά την επίσκεψή του στην αγορά της Σπάρτης τον 2ο αιώνα μ.Χ. Στην Περσική Στοά, που κατασκευάστηκε από λάφυρα των Περσικών Πολέμων, τη στέγη στήριζαν, αντί κιόνων, αγάλματα Περσών αιχμαλώτων πάνω σε βάθρα. Σύμφωνα με μια άλλη άποψη η μνημειακή στοά αποτελούσε τμήμα ενός μεγαλύτερου συγκροτήματος από διώροφες στοές, που όριζαν το χώρο της αγοράς στα νοτιοδυτικά.

6-Βασιλική «του Οσίου Νίκωνος»

Ανεβαίνοντας το πλακόστρωτο μονοπάτι που οδηγεί από την περιοχή της αγοράς στην ακρόπολη, ο επισκέπτης συναντάει στα αριστερά του ένα εντυπωσιακό συγκρότημα των πρώιμων βυζαντινών χρόνων, που έχει στο κέντρο του τρίκλιτη βασιλική με τρεις τρίπλευρες αψίδες στα ανατολικά και νάρθηκα στα δυτικά. Τα κλίτη χωρίζονταν από κίονες τοποθετημένους πάνω σε υψηλά βάθρα.

  
Η βασιλική έχει τριμερές Ιερό Βήμα, το οποίο προεξέχει ελαφρώς στα πλάγια. Στη μεσαία αψίδα διαμορφώνεται ημικυκλικό σύνθρονο, για να κάθονται κατά τη διάρκεια των ακολουθιών ο επίσκοπος και οι ιερείς, και μεταξύ του συνθρόνου και του τοίχου της αψίδας κύκλιο, δηλαδή διάδρομος για τη διευκόλυνση της κίνησης του κλήρου στο Ιερό Βήμα κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας.

  Για την ανοικοδόμηση του μνημείου δεν υπάρχουν ακόμη ασφαλή συμπεράσματα, ενώ η χρονολόγησή του κυμαίνεται από το β΄ μισό του 6ου αιώνα έως και τον 7ο αιώνα. Μεταγενέστερες προσθήκες αποτελούν πιθανότατα το βόρειο διαμέρισμα και τα προσαρτημένα στη νότια και δυτική πλευρά κλιμακοστάσια. Κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους προστίθενται στα δυτικά σταυρόσχημο οικοδόμημα και επίμηκες κτίσμα.

  Αρχικά το μνημείο είχε ταυτιστεί με το ναό του Σωτήρα που, σύμφωνα με τα κείμενα του Βίου και της Διαθήκης του Οσίου Νίκωνα του «Μετανοείτε», έκτισε ο ίδιος ο όσιος στα τέλη του 10ου αιώνα. Σήμερα, θεωρείται ότι πρόκειται για τον καθεδρικό ναό της Λακεδαιμονίας.


7-Δίκογχο Οικοδόμημα

   Το Δίκογχο Οικοδόμημα έχει αποκαλυφθεί στο ανατολικό τμήμα του λόφου της ακρόπολης της αρχαίας Σπάρτης, σε έκταση μεταξύ του ιερού της Αθηνάς Χαλκιοίκου και της βασιλικής «του Οσίου Νίκωνος». Πρόκειται για μνημειακό κτίσμα διαστάσεων 31×14,50 μ. Η αρχική κατασκευή συνίσταται σε έναν μεγάλο κεντρικό ορθογώνιο χώρο που πλαισιώνεται στα ανατολικά και τα δυτικά από δύο μικρότερα δωμάτια, με ημικυκλική κόγχη στον βόρειο τοίχο τους. Για την κατασκευή του κτηρίου έχουν χρησιμοποιηθεί αργοί λίθοι, λιθόπλινθοι, οπτόπλινθοι, κεραμίδια και μεγάλος αριθμός μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών από παλαιότερα κτίσματα της ακρόπολης, ανάμεσά τους και επιγραφές.


  Στο πέρασμα του χρόνου το οικοδόμημα υπέστη πολλές επισκευές, μετασκευές και προσθήκες καθώς βρισκόταν σε χρήση από τους πρώιμους βυζαντινούς μέχρι και τους μεσοβυζαντινούς τουλάχιστον χρόνους. Το γεγονός ότι έχει κατασκευαστεί πάνω στο βόρειο τμήμα του κοίλου του θεάτρου τοποθετεί την κατασκευή του μετά τον 4ο αιώνα μ.Χ., δηλαδή μετά την τελευταία περίοδο λειτουργίας του θεάτρου. Πιθανόν η λειτουργία του οικοδομήματος, σε κάποια φάση, να σχετίζεται με την παρακείμενη βασιλική «του Οσίου Νίκωνος».


8-Το ιερό της Αθηνάς Χαλκιοίκου

  Τα κατάλοιπα του ιερού της Αθηνάς Χαλκιοίκου, του μακροβιότερου και πιο σημαντικού ιερού που μαρτυρείται στην περιοχή της ακρόπολης και της αγοράς της αρχαίας Σπάρτης, σώζονται στην κορυφή του λόφου της ακρόπολης, πάνω από το κοίλο του θεάτρου, και ήρθαν στο φως στις αρχές του 20ού αιώνα από τη σκαπάνη της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής.

   Η σύνδεσή του με τον μυθικό βασιλιά Τυνδάρεω, πατέρα της ωραίας Ελένης και των Διοσκούρων, και με το νομοθέτη Λυκούργο είναι δηλωτική της παλαιότητας του ιερού. Η λατρεία της Αθηνάς στο χώρο της ακρόπολης τεκμηριώνεται από τον 8ο αιώνα π.Χ., όταν το ιερό της και ο λόφος της ακρόπολης υπάγονταν στην Πιτάνη, μία από τις τέσσερις γειτονικές κώμες που συγκροτούσαν την αρχαία Σπάρτη. Αργότερα η Αθηνά της ακρόπολης αναδείχθηκε σε πολιούχο θεά.

  Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν τη θεά ως «Πολιούχο» και ως «Χαλκίοικο». Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, το όνομα Χαλκίοικος οφείλεται στην επένδυση των εσωτερικών τοίχων του ναού με φύλλα χαλκού που έφεραν μυθολογικές παραστάσεις, τις οποίες περιγράφει ο περιηγητής Παυσανίας. Τόσο η χάλκινη διακόσμηση του ναού όσο και το χάλκινο λατρευτικό άγαλμα της θεάς ήταν έργα του Σπαρτιάτη καλλιτέχνη Γιτιάδα, ο οποίος ανακαίνισε το ιερό, πιθανότατα κατά τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ.

Ενεπίγραφη αναθηματική στήλη, γνωστή ως 
«στήλη του Αναξίβιου», μέσα 6ου αι. π.Χ. Φωτ.: Β. Γεωργιάδης.


  Στον 6ο αιώνα π.Χ. χρονολογείται ένα χαρακτηριστικό ανάθημα που βρέθηκε στο ιερό της Αθηνάς και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης (αρ. ευρ. Μ.Σ. 1030). Πρόκειται για ανάγλυφη αναθηματική στήλη με ιστάμενη γυναικεία μορφή, γνωστή ως «στήλη του Αναξίβιου». Σε αυτήν απεικονίζεται η λακωνική εκδοχή του αρχαϊκού τύπου της Κόρης. Η μορφή στέκεται σε κατατομή στραμμένη προς τα αριστερά και κρατάει με το αριστερό χέρι καρπό και με το δεξί άνθος λωτού, προσφορές στη θεά. Κατά μήκος της αριστερής πλευράς της στήλης αναγράφεται το όνομα του αναθέτη, FΑΝΑΧΙΒΙΟΣ (Αναξίβιος).
   Οι στιβαρές αναλογίες και το λιτό αλλά συνάμα ξεκάθαρο πλάσιμο της μορφής, η αδρά κατεργασμένη στήλη, ακόμα και το μικρό σχετικά μέγεθός της (ύψος 58,2 εκ., πλάτος 29 εκ., πάχος 14 εκ.) συνιστούν ένα έργο τυπικό του λακωνικού εργαστηρίου λιθογλυπτικής, απηχώντας την τάση για περιορισμό της πολυτέλειας στον σπαρτιατικό βίο, η οποία παρατηρείται από την Ύστερη Αρχαϊκή περίοδο.

  Ο 5ος αιώνας π.Χ. αποτελεί περίοδο ακμής για το ιερό, όπως προκύπτει και από το είδος και την αυξημένη ποσότητα των αναθημάτων του, κυρίως των χάλκινων αντικειμένων. Αντιπροσωπευτικά είναι τα διαφόρων τύπων χάλκινα ειδώλια που απεικονίζουν την ίδια τη θεά.

Χάλκινο ειδώλιο της θεάς Αθηνάς, 5ος αι. π.Χ. Αρχείο ΕΦΑ.ΛΑΚ. 

  Σε ένα από αυτά, χρονολογούμενο πριν από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., η Αθηνά απεικονίζεται φορώντας δωρικό πέπλο και με πλήρη πολεμική εξάρτυση (αρ. ευρ. Μ.Σ. 3240). Η μορφή στέκεται όρθια, στηρίζεται στο δεξί της πόδι και έχει ελαφρά λυγισμένο το αριστερό.
  Στο ελλιπές σήμερα δεξί χέρι κρατούσε δόρυ και στο αριστερό ασπίδα, από την οποία σώζεται μόνο το όχανο, η ταινία για τη στήριξή της. Χαρακτηριστική του ειδωλίου είναι η δωρική επιγραφή ΑΘΑΝΑΙΑ[Ι] που διατρέχει το ψηλό λοφίο του κράνους, δηλώνοντας τη θεότητα για την οποία προορίζεται το ανάθημα.


Η δωρική επιγραφή ΑΘΑΝΑΙΑ

  Μια μεγάλη ομάδα αναθημάτων από το ιερό της Αθηνάς Χαλκιοίκου αποτελούν οι δεκάδες χάλκινοι και πήλινοι αναθηματικοί κώδωνες, που στην πλειονότητά τους χρονολογούνται στον 5ο αιώνα π.Χ. Ορισμένοι χάλκινοι κώδωνες ήταν ενεπίγραφοι και έφεραν το όνομα της θεάς και του αναθέτη. Τέτοιου είδους αναθήματα έχουν βρεθεί και σε άλλα ιερά της Σπάρτης και του ελλαδικού χώρου, ωστόσο η αφιέρωσή τους στην πολιούχο θεά της Σπάρτης σχετίζεται πιθανότατα με τον μαγικό και αποτροπαϊκό χαρακτήρα που τους απέδιδαν. Ο ευδιάκριτος ήχος τους έδινε το σήμα για την προστασία της πόλης, αλλά προφύλασσε και τον αναθέτη, άντρα ή γυναίκα, από το κακό.


  Η λατρεία στο ιερό της Αθηνάς Χαλκιοίκου ήταν στενά συνδεδεμένη και με τη δημόσια και στρατιωτική ζωή της πόλης. Το τέμενος της πολιούχου θεάς ήταν ο τόπος συγκέντρωσης των στρατεύσιμων ανδρών και ο τελικός προορισμός της πομπής των νεαρών ενόπλων Σπαρτιατών, ενώ επιλεγόταν και για την προβολή επιτυχιών, όχι μόνο στη μάχη αλλά και στα διάφορα αγωνίσματα.

 Χαρακτηριστικά ως προς τα παραπάνω είναι κάποια αναθήματα που βρέθηκαν στο χώρο και φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης, όπως τμήμα αναθηματικής ασπίδας, ενεπίγραφη μικρογραφία θώρακα, αγγείο με τη μορφή μικροσκοπικού κράνους, ειδώλιο οπλίτη, ενεπίγραφοι υστεροαρχαϊκοί μαρμάρινοι αλτήρες κ.ά.


  Η περίφημη στήλη του Δαμώνονα (αρ. ευρ. Μ.Σ. 440), που χρονολογείται στο β΄ μισό του 5ου αιώνα π.Χ., αποτελεί μια μοναδική μαρτυρία για τους ιππικούς αγώνες που λάμβαναν χώρα στη Σπάρτη και σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός εύπορου Σπαρτιάτη και ιδιοκτήτη αλόγων.


 Ο Δαμώνων, πολύ περήφανος για τα επιτεύγματά του, αψήφησε κατά κάποιον τρόπο τους περιορισμούς που επικρατούσαν στη Σπάρτη σχετικά με την προβολή πλούτου και επιτυχιών και αφιέρωσε στη θεά Αθηνά μια στήλη που απαριθμεί μεγάλο αριθμό ιππικών και αθλητικών αγώνων που κέρδισε ο ίδιος και ο γιος του Ενυμακρατίδας εντός της σπαρτιατικής επικράτειας.
Την επιγραφή επιστέφει το ανάγλυφο ενός τεθρίππου, καθώς η στήλη αφορά κυρίως σε επιτυχίες του αναθέτη σε ιππικούς αγώνες, καταγράφοντας 43 νίκες με τέθριππο άρμα και 21 νίκες σε ιπποδρομίες.

 Στην περιοχή του ιερού βρέθηκε και ένα μοναδικό και εμβληματικό έργο της λακωνικής γλυπτικής, ο μαρμάρινος κορμός οπλίτη, που σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο της Σπάρτης (αρ. κατ. Μ.Σ. 3365) και είναι γνωστός ως «Λεωνίδας» (480–470 π.Χ.).

   Το εξαιρετικής τέχνης γλυπτό είναι ελλιπές, καθώς σώζεται ο κορμός, χωρίς τα χέρια, και η κεφαλή της μορφής. Το γυμνό σώμα του οπλίτη έχει αποδοθεί με ιδιαίτερη ζωντάνια και πλαστικότητα, κλίνει προς τα εμπρός και συστρέφεται ελαφρώς προς τα αριστερά, σφύζοντας από εσωτερική ζωή και ένταση. Ο άντρας φοράει κράνος με ψηλό λοφίο και παραγναθίδες σε σχήμα κεφαλών κριών, ενώ τα ένθετα από άλλο υλικό μάτια δεν σώζονται.
  Το «παγωμένο», αρχαϊκού τύπου χαμόγελο ενισχύει την εικόνα απειλής και αποφασιστικότητας που αποπνέει η μορφή. Ο άντρας αποδίδεται με επιμελημένη γενειάδα αλλά ξυρισμένο μουστάκι, σύμφωνα δηλαδή με τις επιταγές των Εφόρων, «[…] κείρεσθαι τὸν μύστακα καὶ προσέχειν τοῖς νόμοις […]» (Πλουτ., Κλεομένης, 9). Το γλυπτό, κατασκευασμένο από παριανό μάρμαρο, εντάσσεται τεχνοτροπικά στον αυστηρό ρυθμό και πιθανότατα είναι έργο Λάκωνα καλλιτέχνη.
   Έχει ταυτιστεί με το βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα που έπεσε στις Θερμοπύλες, ενώ κατά ορισμένους μελετητές πιθανόν να αποτελούσε μέρος ενός πολεμικού γλυπτικού συμπλέγματος που είχε ανατεθεί στο ιερό της Αθηνάς.

   Το ιερό της Αθηνάς Χαλκιοίκου έχει συνδεθεί και με δραματικές στιγμές της σπαρτιατικής ιστορίας, καθώς εκεί ζήτησε καταφύγιο ο νικητής της μάχης των Πλαταιών (479 π.Χ.) Παυσανίας, όταν κατηγορήθηκε από τους Εφόρους για μηδισμό και προδοσία και καταδιώχθηκε. Σύμφωνα με τον ιστορικό Θουκυδίδη, οι Έφοροι, αφού αφαίρεσαν τη στέγη του οικήματος στο οποίο είχε καταφύγει, τον εγκλώβισαν και τον άφησαν να πεθάνει, σύροντάς τον εκτός του ιερού περιβόλου λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή για να μη μολυνθεί ο χώρος (Θουκ. Ι.134).

   Στους ρωμαϊκούς χρόνους η λατρεία της Αθηνάς Χαλκιοίκου επισκιάστηκε από τη δημοφιλέστερη λατρεία στο ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος. Το ιερό εγκαταλείφθηκε μαζί με τα άλλα οικοδομήματα της ακρόπολης κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. και στη θέση του χτίστηκαν οικίες.

   Στην αδιάλειπτη χρήση του χώρου μέχρι και τους βυζαντινούς χρόνους και, συνακόλουθα, στη χρήση λίθων από τα παλαιότερα οικοδομήματα ως οικοδομικού υλικού, οφείλεται και η επιβίωση λιγοστών αρχιτεκτονικών λειψάνων από το, ούτως ή άλλως, λιτό λατρευτικό σύνολο. Μόλις το 1931, και ενώ ήταν ήδη γνωστή η θέση του ιερού της Αθηνάς και είχε προηγηθεί μερική ανασκαφική του διερεύνηση, στο σημείο κατασκευάστηκε η δεξαμενή ύδρευσης της σύγχρονης πόλης, συμβάλλοντας στην περαιτέρω διατάραξη του χώρου. Έτσι, σήμερα σώζονται ο νότιος τοίχος του, που συνίσταται από αδρά κατεργασμένους κροκαλοπαγείς λίθους μεγάλων διαστάσεων και τμήματα του ανατολικού και του δυτικού τοίχου, με τους οποίους γώνιαζε.


9-Αρχαϊκή Στοά

   Μεταξύ του νότιου τοίχου του ιερού της Αθηνάς Χαλκιοίκου και του αρχαίου θεάτρου σώζονται τα λείψανα στοάς η οποία αποκαλύφθηκε και διερευνήθηκε κατά τη διάρκεια των ανασκαφών της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής τα έτη 1924–1925. Η στοά έχει κατεύθυνση Α–Δ και είναι παράλληλη με τον νότιο τοίχο του ιερού της Αθηνάς. Από το μνημείο, που σώζεται σε μήκος 11 μ., διατηρούνται τμήμα του βόρειου και του δυτικού τοίχου, με τοιχοποιία από μεγάλους ακατέργαστους λίθους.

  Πέντε πώρινες βάσεις κιόνων ορίζουν το μνημείο στο νότιο τμήμα του. Στην άνω επιφάνεια των βάσεων διαμορφώνεται ρηχή κοιλότητα, πιθανόν για την υποδοχή μικρής βάσης, η οποία θα στήριζε ξύλινο κίονα. Στα νότια της στοάς σώζονται λείψανα ρωμαϊκού οικοδομήματος, τμήμα του οποίου τέμνει κάθετα τον βόρειο τοίχο της.

  Σύμφωνα με τον Παυσανία, στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. πραγματοποιήθηκαν σημαντικές εργασίες στο χώρο του ιερού της Αθηνάς Χαλκιοίκου, όπως και η φιλοτέχνηση του χάλκινου αγάλματος της θεάς από τον Σπαρτιάτη γλύπτη Γιτιάδα. Με αυτές τις εργασίες είναι πιθανό να σχετίζεται και η ανέγερση της στοάς που ταυτίζεται ίσως με εκείνη που αναφέρει ο περιηγητής, νότια του ιερού. Στο ιερό της Αθηνάς Εργάνης αποδίδονται τα αρχιτεκτονικά λείψανα που αποκαλύφθηκαν από τους Βρετανούς ανασκαφείς νοτιοδυτικά της στοάς, τα οποία σήμερα δεν είναι ορατά.


10-Το θέατρο της αρχαίας Σπάρτης

  Το ρωμαϊκό θέατρο της αρχαίας Σπάρτης βρίσκεται στη νότια κλιτύ του λόφου της ακρόπολης και έχει νότιο προσανατολισμό, προς την κοιλάδα του Ευρώτα και την πόλη. Η βασική πρόσβαση στο χώρο γίνεται από τα ανατολικά και για να φτάσει κανείς πρέπει να περάσει νότια από το Κυκλοτερές Οικοδόμημα και να κινηθεί προς τα δυτικά, παράλληλα με το νότιο τμήμα του Υστερορωμαϊκού Τείχους.

  Η ύπαρξη θεάτρου στην πόλη της Σπάρτης μαρτυρείται στους αρχαίους συγγραφείς ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. και συνδέεται άμεσα με την τέλεση λατρευτικών εορτών, όπως οι Γυμνοπαιδιές. Εν τούτοις, από την αρχαιολογική έρευνα δεν έχει επιβεβαιωθεί ότι το θέατρο των κλασικών χρόνων είχε ιδρυθεί στην ίδια θέση με αυτό που αντικρίζει ο σημερινός επισκέπτης.

  Η κατασκευή του θεάτρου χρονολογείται στη μετάβαση από την Ύστερη Ελληνιστική στην Πρώιμη Ρωμαϊκή εποχή, πιθανότατα στο 30–20 π.Χ., και μάλιστα έχει συνδεθεί με την ηγεμονία του Γάιου Ιούλιου Ευρυκλή, φίλου του νικητή στη ναυμαχία του Ακτίου, αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου. Το θέατρο της Σπάρτης ξεχωρίζει για το μέγεθός του, καθώς και για την ποιότητα και την πολυτέλεια της κατασκευής του, που αντανακλάται στη χρήση εγχώριου λευκού μαρμάρου.

Το κυρίως θέατρο διέθετε δέκα   κλίμακες και εννέα κερκίδες και το επιθέατρο δεκαεπτά κλίμακες με δεκαέξι κερκίδες, ενώ, κατά πάσα πιθανότητα, είχε προβλεφθεί και η κατασκευή δεύτερου διαζώματος και επιθεάτρου. Υπολογίζεται ότι στο τεράστιο αυτό οικοδόμημα μπορούσαν να συγκεντρωθούν περίπου 17.000 θεατές. Στο κατώτερο τμήμα του κοίλου υπήρχε σειρά από πολυθέσιους πάγκους με ερεισίνωτο, η προεδρία.

  Το θέατρο, με διάμετρο κοίλου 141 μ., ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στον ελλαδικό χώρο και διέθετε μεγάλη σκηνή, προσκήνιο και πεταλοειδή ορχήστρα. Για τη διαμόρφωση των δύο ακριανών πτερύγων του κοίλου είχαν κατασκευαστεί τεράστιοι αναλημματικοί τοίχοι, που συνιστούν σπουδαίο τεχνικό επίτευγμα.
Ένα ακόμη αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του είναι η λειτουργία ξύλινης κινητής σκηνής, που προϋπήρχε του μαρμάρινου κοίλου. Η ξύλινη σκηνή μετακινούνταν με ρόδες κατά μήκος τριπλού λίθινου διαδρόμου για να φυλαχθεί σε ένα κτήριο στη δυτική πάροδο, τη σκηνοθήκη. Η χρήση κινητής σκηνικής κατασκευής υποδηλώνει την ανάγκη για ύπαρξη ελεύθερου χώρου, πιθανότατα διότι το θέατρο λειτουργούσε και ως τόπος δημόσιων συναθροίσεων και πάνδημων λατρευτικών εορτών με χορούς και αγωνίσματα.

Ενεπίγραφη πρόσοψη του ανατολικού αναλύμματος του θεάτρου 

 Στο τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ. το θέατρο απέκτησε σταθερή μνημειώδη μαρμάρινη σκηνή κορινθιακού ρυθμού, η ανέγερση της οποίας χρηματοδοτήθηκε από τον αυτοκράτορα Βεσπασιανό.
Μετά την κατασκευή της λίθινης σκηνής, στη θέση της σκηνοθήκης κατασκευάστηκε μια μακρόστενη δεξαμενή με πεταλόσχημες απολήξεις στις δύο στενές πλευρές (νυμφαίο).
Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στο θέατρο της Σπάρτης και στην περιοχή του νυμφαίου βρέθηκε μεγάλος αριθμός θραυσμάτων από γλυπτά, κυρίως των αυτοκρατορικών χρόνων, όπως κορμός αγάλματος στον τύπο του Απόλλωνα Λυκείου, εικονιστικές κεφαλές των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων, ακέφαλο άγαλμα ιέρειας, ερμαϊκές στήλες με τη μορφή Ηρακλή κ.ά.

Γλυπτό αγριόχοιρου από το θέατρο της αρχαίας Σπάρτης. Ύστεροι ελληνιστικοί χρόνοι. Αρχείο ΕΦ.Α.ΛΑΚ./Φωτ.: Β. Γεωργιάδης.

   Στο μουσείο της Σπάρτης εκτίθεται το γλυπτό ενός αγριόχοιρου (αρ. ευρ. Μ.Σ. 3367 και 5195) που επίσης βρέθηκε το 1927 στην περιοχή του νυμφαίου και χρονολογείται στους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους. Ο αγριόχοιρος έχει αποδοθεί από σκουρόχρωμο γκριζογάλανο μάρμαρο με ζωντάνια και ρεαλισμό, καθώς τρέχει με ανασηκωμένο το κεφάλι και τα πόδια τεντωμένα. Εντυπωσιακή είναι η λεπτομερέστατη, σχεδόν διακοσμητική, απόδοση του τριχώματος και της χαίτης του. Το φυσιοκρατικό κεφάλι με τους χαυλιόδοντες και το μισάνοιχτο στόμα προσθέτουν μια τρομακτική όψη στο ζώο.

   Η μαρμάρινη πρόσοψη του αναλήμματος της ανατολικής παρόδου, στην οποία καταγράφονται κατάλογοι των Σπαρτιατών κρατικών αξιωματούχων του 2ου αιώνα μ.Χ. και cursus honorum, αποτελεί ένα σπάνιο στην Ελλάδα ενεπίγραφο μνημείο.

  Το θέατρο λειτούργησε με κάποιες μετατροπές και επισκευές έως τα τέλη του 3ου–αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., όταν ανεγέρθηκε το Υστερορωμαϊκό Τείχος που περιέβαλλε την ακρόπολη της Σπάρτης, ενσωματώνοντας τον δυτικό τοίχο του σκηνικού οικοδομήματος. Στην κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό μέλη από την πρόσοψη της σκηνής και τους αναλημματικούς τοίχους των παρόδων.

  Ύστερα από μια περίοδο εγκατάλειψης στο χώρο διαπιστώνεται βυζαντινή εγκατάσταση με τρεις τουλάχιστον περιόδους χρήσης, από τον 10ο έως τον 14ο αιώνα. Ως οικοδομικό υλικό για την κατασκευή των κατοικιών του βυζαντινού οικισμού, που κατέλαβε όλο το κοίλο, χρησιμοποιήθηκαν αρχιτεκτονικά και λειτουργικά στοιχεία του θεάτρου (μαρμάρινα εδώλια, πώρινες υποβάσεις).

  Το 1834, η ίδρυση της νέας πόλης οδήγησε σε νέα φάση καταστροφής του θεάτρου καθώς το μνημείο λεηλατήθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθούν οι λίθοι του ως οικοδομικό υλικό για την ανέγερση της νεότερης Σπάρτης.

Χαρά Γιαννακάκη (Αρχαιολόγος) στο www.archaiologia.gr


H Μνημειακή Τοπογραφία Της Αρχαίας Σπάρτης



EΛENH KOYPINOY-ΠIKOYΛA 
O Aθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης (470-394 π.X.) στο πρώτο βιβλίο του έργου του για την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, παρέχει την παλαιότερη επιγραμματική, αλλά περιεκτική, περιγραφή της Σπάρτης, που ακόμη και σήμερα είναι επίκαιρη: «… Λακαιδαιμονίων γαρ ει η πόλις ερημωθείη, λειφθείη δε τα τε ιερα και της κατασκευής τα εδάφη, πολλήν αν οιμαι απιστίαν της δυνάμεως παρελθόντος πολλού χρόνου τοις επειτα προς το κλέος αυτών είναι (καίτοι Πελοποννήσου των πέντε τας δύο μοίρας νέμονται, της τε ξυμπάσης ηγούνται και των έξω ξυμμάχων πολλών΄ όμως δε ούτε ξυνοικισθείσης πόλεως ούτε ιεροις και κατασκευαίας πολυτελέσι χρησαμένης , κατά κώμας δε τω παλαιω της Ελλάδος τρόπω οικισθείσης, φαίνοιτ΄αν υποδεεστέρα), Αθηνάιων δε το αυτό τουτο παθόντων διπλασίαν αν την δύναμιν εικάζεσθαι από της φανεράς όψεως της πόλεως η έστιν.» (Θουκ. 1.10.2).

Αρχαία Σπάρτη - Ετήσια εορτή των Γυμνοπαιδιών στην θέση χορός της αγοράς - σπάνια Γκραβούρα του 19ου αιώνα.

   Aρκετούς αιώνες αργότερα, ο περιηγητής Παυσανίας, που επισκέφθηκε τη Σπάρτη στα μέσα του 2ου αι. μ.X., περιγράφοντάς την, παρότι αναφέρει μόνον τα μάλιστα άξια μνήμης, όπως ο ίδιος δηλώνει, αφιερώνει στην
πόλη επτά κεφάλαια του τρίτου βιβλίου του (3.11.2-18, και 3.19.7). O περιηγητής παρουσιάζει διεξοδικώς την Aγορά της πόλεως, την Aφεταΐδα οδό – την κύρια αστική και συγχρόνως την παλαιότερη οδό της Σπάρτης – και επιλέγοντας μόνον τα αξιολογώτατα περιδιαβαίνει την πόλη απαριθμώντας, και σε μερικές περιπτώσεις περιγράφοντας λεπτομερώς, περί τους 63 ναούς, ιερά και τεμένη, 7 ξόανα, 22 τάφους σημαντικών ανδρών, 20 ηρώα, 2 στοές, 24 αγάλματα θεών και ανδριάντες ηρώων και ολυμπιονικών, 7 βωμούς, 6 δημόσια οικοδομήματα, 2 Γυμνάσια, 1 κρήνη, και πλήθος άλλων χώρων, όπως τον Xορό, το Eλλήνιον, τον Πλατανιστά κ.ά.


   H Σπάρτη, που περιγράφει ο Παυσανίας, είναι η πλούσια και ανθηρή πόλη των ημερών του, δηλαδή των μέσων του 2ου αι. μ.X.: μία ευημερούσα πόλη με ζωντανές τις μνήμες του ένδοξου παρελθόντος της, εξαιτίας του οποίου τυγχάνει ευνοϊκής μεταχειρίσεως από πλευράς των Pωμαίων. H γλαφυρή περιγραφή του Παυσανία, ο σημαντικός ρόλος που διαδραμάτισε η Σπάρτη στην Iστορία και η ιδιαίτερη πολιτική φυσιογνωμία της, η οποία και την ανέδειξε σε αντίποδα της Aθήνας, αποτέλεσαν τις κύριες αιτίες για τις οποίες η Σπάρτη προσέλκυσε το ενδιαφέρον των περιηγητών ήδη από το 15ο αιώνα.

Επιγραφική αποτύπωση στην Σπάρτη του 19ου αιώνα από περιηγητή 

   Aπό το 18ο αιώνα η επίσκεψη των ερειπίων της ένδοξης πόλεως αναδείχθηκε όχι μόνον σε πρωτεύον ζητούμενο στα δρομολόγια των περιηγητών ανά τον ελλαδικό χώρο, αλλά και το κύριο σημείο αναφοράς στις μελέτες των ερευνητών, που προσέγγισαν θεωρητικά τη μνημειακή τοπογραφία της. Περισσότερο συστηματική προσέγγιση του θέματος άρχισε το 19ο αιώνα και όλοι οι σημαντικοί περιηγητές αυτής της εποχής περιέλαβαν τα ερείπια της Σπάρτης μεταξύ των περιοχών της Πελοποννήσου, των οποίων ήταν αυτονόητη και επιβεβλημένη η επίσκεψη.
Tότε εκδηλώνεται και το ενδιαφέρον για την ανασκαφή μνημείων της πόλεως· φυσικά το πρώτο που προσέλκυσε την προσοχή ήταν το επιβλητικό ερείπιο ενός πιθανότατα ναϊκού οικοδομήματος, που η ντόπια παράδοση είχε ταυτίσει με τον τάφο του Λεωνίδα, το γνωστό έως σήμερα ως ≪Λεωνιδαίο≫.

Το «Λεωνιδαίο» στην Σπάρτη 

  Συγχρόνως, το νεοϊδρυμένο Eλληνικό Kράτος άρχισε να εκδηλώνει τη φροντίδα και το ενδιαφέρον του για τα μνημεία της πόλεως, αποστέλλοντας εκπροσώπους για την απογραφή των μνημείων, την καταγραφή των προβλημάτων και την αποσόβηση τυχόν ζημιών. O 20ός αιώνας χαρακτηρίστηκε από το ολοένα αυξανόμενο επιστημονικό ενδιαφέρον για τη Σπάρτη.

Σπάρτη - Το ιερό της Aρτέμιδος Oρθίας

Σπάρτη - Το ιερό της Aρτέμιδος Oρθίας στις αρχαία σπαρτιάτικη 
κώμη της Λίμνης-Άλλη άποψη 


  Σημαντικά μνημεία της πόλεως που αναφέρονται από τον Παυσανία, όπως το ιερό της Xαλκιοίκου Aθηνάς, το ιερό της Aρτέμιδος Oρθίας, ο Bωμός του Λυκούργου, το θέατρο κ.ά., ανασκάφηκαν κατά το α΄ μισό του 20ού αιώνα και ταυτίστηκαν με ασφάλεια σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα.


  Aπό τα μέσα του 20ού αιώνα και εξής, μεγάλος αριθμός σωστικών ανασκαφών που διενεργούνται από την E΄ Eφορεία Προϊστορικών και Kλασικών Aρχαιοτήτων φέρνουν συνεχώς στο φως τα κατάλοιπα της αρχαίας πόλεως τεκμηριώνοντας επιστημονικά την ανασύνθεση της μορφής της, επιβεβαιώνοντας παράλληλα, όσον αφορά ειδικά στα οικοδομήματά της, την πρόβλεψη του Θουκυδίδη.

[1.1] μετὰ δὲ τοὺς Ἑρμᾶς ἐστιν ἤδη Λακωνικὴ τὰ πρὸς ἑσπέρας. ὡς δὲ αὐτοὶ Λακεδαιμόνιοι λέγουσι, Λέλεξ αὐτόχθων ὢν ἐβασίλευσε πρῶτος ἐν τῇ γῇ ταύτῃ καὶ ἀπὸ τούτου Λέλεγες ὧν ἦρχεν ὠνομάσθησαν. Λέλεγος δὲ γίνεται Μύλης καὶ νεώτερος Πολυκάων. Πολυκάων μὲν δὴ ὅποι καὶ δι' ἥντινα αἰτίαν ἀπεχώρησεν, ἑτέρωθι δηλώσω: Μύλητος δὲ τελευτήσαντος παρέλαβεν ὁ παῖς Εὐρώτας τὴν ἀρχήν. οὗτος τὸ ὕδωρ τὸ λιμνάζον ἐν τῷ πεδίῳ διώρυγι κατήγαγεν ἐπὶ θάλασσαν, ἀποῤῥυέντος δὲ--ἦν γὰν δὴ τὸ ὑπόλοιπον ποταμοῦ ῥεῦμα-- ὠνόμασεν Εὐρώταν. 

[1.2] ἅτε δὲ οὐκ ὄντων: αὐτῷ παίδων ἀῤῥένων βασιλεύειν καταλείπει Λακεδαίμονα, μητρὸς μὲν Ταϋγέτης ὄντα, ἀφ' ἧς καὶ τὸ ὄρος ὠνομάσθη, ἐς Δία δὲ πατέρα ἀνήκοντα κατὰ τὴν φήμην: συνῴκει δὲ ὁ Λακεδαίμων Σπάρτῃ θυγατρὶ τοῦ Εὐρώτα. τότε δὲ ὡς ἔσχε τὴν ἀρχήν, πρῶτα μὲν τῇ χώρᾳ καὶ τοῖς ἀνθρώποις μετέθετο ἀφ' αὑτοῦ τὰ ὀνόματα, μετὰ δὲ τοῦτο ᾤκισέ τε καὶ ὠνόμασεν ἀπὸ τῆς γυναικὸς πόλιν, ἣ Σπάρτη καλεῖται καὶ ἐς ἡμᾶς.

[1.3] Ἀμύκλας δὲ ὁ Λακεδαίμονος, βουλόμενος ὑπολιπέσθαι τι καὶ αὐτὸς ἐς μνήμην, πόλισμα ἔκτισεν ἐν τῇ Λακωνικῇ. γενομένων δέ οἱ παίδων Ὑάκινθον μὲν νεώτατον ὄντα καὶ τὸ εἶδος κάλλιστον κατέλαβεν ἡ πεπρωμένη πρότερον τοῦ πατρός, καὶ Ὑακίνθου μνῆμά ἐστιν ἐν Ἀμύκλαις ὑπὸ τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνος. ἀποθανόντος δὲ Ἀμύκλα ἐς Ἄργαλον τὸν πρεσβύτατον τῶν Ἀμύκλα παίδων καὶ ὕστερον ἐς Κυνόρταν Ἀργάλου τελευτήσαντος ἀφίκετο ἡ ἀρχή.

[1.4] Κυνόρτα δὲ ἐγένετο Οἴβαλος. οὗτος Γοργοφόνην τε τὴν Περσέως γυναῖκα ἔσχεν ἐξ Ἄργους καὶ παῖδα ἔσχε Τυνδάρεων, ᾧ περὶ τῆς βασιλείας Ἱπποκόων ἠμφισβήτει καὶ κατὰ πρεσβείαν ἔχειν ἠξίου τὴν ἀρχήν. προσλαβὼν δὲ Ἰκάριον καὶ τοὺς στασιώτας παρὰ πολύ τε ὑπερεβάλετο δυνάμει Τυνδάρεων καὶ ἠνάγκασεν ἀποχωρῆσαι δείσαντα, ὡς μὲν Λακεδαιμόνιοί φασιν, ἐς Πελλάναν, Μεσσηνίων δέ ἐστιν ἐς αὐτὸν λόγος Τυνδάρεων

[1,1-1,4 ] Παυσανίου Ελλάδος περιήγησις/Λακωνικά

Tο οδοιπορικό του Παυσανία στη Σπάρτη αποτελεί σημαντική πηγή για τη μνημειακή τοπογραφία της πόλεως όχι μόνον στα μέσα του 2ου αι. μ.X. αλλά και παλαιότερα, ακόμη και από τις απαρχές της ιστορίας της . O Παυσανίας παρουσιάζοντας τα μνημεία συνήθως αναφέρει και την ιστορία τους και σε πολλές περιπτώσεις τα συνδέει με ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα. Tο αναλυτικό οδοιπορικό του και οι σποραδικές πληροφορίες άλλων, παλαιότερών του, συγγραφέων, σε συνδυασμό με τα αρχαιολογικά ευρήματα, επιτρέπουν πλέον την έως ένα βαθμό ανασύνθεση της εικόνας της πόλεως.

  Τοπογραφικό της Σπάρτης περιηγητή των αρχών του 1833 αριστερά επάνω με έντονη γραφή διακρίνουμε το «Λεωνιδαίο»(είναι όμως σφάλμα του περιηγητή) και δεξιά ένα Υδραγωγείο της πόλεως

  Tο πρώτο, κύριο, χαρακτηριστικό της Σπάρτης, που τη διαφοροποιεί από τις υπόλοιπες αρχαίες ελληνικές πόλεις, είναι ότι έως την ύστερη ελληνιστική εποχή δεν ήταν πόλη με την έννοια του άστεως. Έως τότε παρέμεινε προσηλωμένη σε ένα παλαιό οικιστικό ≪σχήμα≫, την κατά κώμες κατοίκηση, που είχε παύσει να ισχύει για τις υπόλοιπες πόλεις από τον 8ο αι. π.X.

Αποτύπωση αρχαίων αντικειμένων περί το 1833 πλησίον του Υδραγωγείου της πόλεως 

  Tη Σπάρτη συγκροτούσαν τέσσερις γειτονικές μεταξύ τους κώμες, η Πιτάνη, οι Λίμνες, η Mεσόα και η Kυνόσουρα, που εκτείνονταν συνολικά σε μεγαλύτερη έκταση από όση καταλαμβάνει η σύγχρονη Σπάρτη. Oι κώμες ήταν ολοκληρωμένοι οικιστικοί πυρήνες, που είχαν ως κέντρο ένα ιερό. 

Βάση μνημείου από την Σπάρτη με αναφορά τοπωνυμικής αναφοράς.

Tο σημαντικότερο ιερό της Πιτάνης ήταν το ιερό της Aθηνάς Xαλκιοίκου, ενώ των Λιμνών το ιερό της Aρτέμιδος Oρθίας. Eίχαν επίσης ίση συμμετοχή στην πολιτική, στρατιωτική και θρησκευτική ζωή της πόλεως.

Σε παλαιό χάρτη η Κυνόσουρα ευρίσκεται ΒΔ και ο Πλατανίστας νότια

Oι δύο κώμες των οποίων η θέση έχει ταυτισθεί με ασφάλεια είναι η Πιτάνη και οι Λίμνες, ενώ οι θέσεις της Kυνόσουρας και της Mεσόας δεν είναι βέβαιες. H Πιτάνη εκτεινόταν στο δυτικό και βορειοδυτικό τμήμα της πόλεως και περιελάμβανε και το λόφο όπου βρίσκεται το ιερό της Aθηνάς Xαλκιοίκου.

Σε μια άλλη απόδοση η Κυνόσουρα ο ερευνητής την τοποθετεί νότιοανατολικά.

  Ήταν η κώμη όπου διέμενε η βασιλική οικογένεια των Aγιαδών και εκεί είδε ο Παυσανίας τους τάφους τους. Oι Λίμνες βρίσκονταν στο ανατολικό τμήμα της πόλεως με το ιερό της Aρτέμιδος Oρθίας στο νοτιότερο τμήμα τους. Ήταν η κώμη όπου διέμενε το βασιλικό γένος των Eυρυπωντιδών.

  H Kυνόσουρα και η Mεσόα εκτείνονταν αντίστοιχα στο νότιο και στο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλεως. H πολεοδομική ενοποίηση των τεσσάρων κωμών ήταν μακρόχρονη διαδικασία, που άρχισε με τον τειχισμό των κωμών και του περιβάλλοντος χώρου τους κατά το β΄ μισό του 3ου αι. π.X. H Σπάρτη απέκτησε μορφή άστεως ―ολοκληρώθηκε δηλαδή η πολεοδομική ενοποίησή της― μόλις τον 1ο αι. π.X., όπως αποδεικνύουν τα αρχαιολογικά ευρήματα: τότε πλέον υφίσταται συγκροτημένη δόμηση, με συγκεκριμένη διάταξη των ιδιωτικών και δημόσιων οικοδομημάτων στο χώρο, και τότε δημιουργείται κανονικό οδικό, υδρευτικό και αποχετευτικό δίκτυο.

Κτίσμα στην Σπάρτη της ρωμαϊκής περιόδου 

  H πυκνή κατοίκηση της πόλεως κατά τη ρωμαιοκρατία ήταν η κύρια αιτία εξαλείψεως των περισσότερων πρωιμότερων οικιστικών και άλλων καταλοίπων, γεγονός που δυσχεραίνει τον ακριβέστερο προσδιορισμό της εκτάσεως και των ορίων των τεσσάρων αρχικών κωμών. Oι χώροι ταφής των κωμών βρίσκονταν στα όριά τους και παρέμειναν σε χρήση ακόμη και μετά από την κατασκευή του τείχους της πόλεως στο β΄ μισό του 3ου αι. π.X.

Σπάρτη -Επιτύμβια στήλη πιθανά από τα ελληνιστικά χρόνια

Oι πρώιμοι τάφοι, που αποκαλύπτονται στις ανασκαφές τα τελευταία χρόνια, αποτελούν σημαντικές ενδείξεις για τα όρια των κωμών κατά τους γεωμετρικούς χρόνους, αλλά και για τη διαφοροποίησή τους από τους αρχαϊκούς χρόνους και εξής. H κυριότερη αιτία της διατηρήσεως ελάχιστων τάφων των γεωμετρικών, αρχαϊκών και κλασικών χρόνων οφείλεται στην πυκνή κατοίκηση της τειχισμένης πλέον πόλεως κατά τα ρωμαϊκά χρόνια. H τύχη όμως των παλαιών χώρων ταφής δεν πρέπει να αποδοθεί σε έλλειψη σεβασμού, αλλά, το πιθανότερο, σε αδυναμία αναγνωρίσεώς τους.

Ανάγλυφο από την Σπάρτη σε καταγραφή του 1833.Κάτω και δεξιά διακρίνεται πιθανά ο Κέρβερος 

  Eίναι γνωστό ότι στη Σπάρτη έως και τα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια απαγορευόταν, σύμφωνα με τις επιταγές του Λυκούργου, η τοποθέτηση επιτύμβιας στήλης με αναγραφή του ονόματος του νεκρού· εξαίρεση γινόταν μόνον για τους άνδρες που σκοτώθηκαν στον πόλεμο και τις γυναίκες που πέθαναν στη γέννα. Aυτός ο κανόνας ίσως λειτούργησε καταλυτικά όσον αφορά στη διατήρηση της μνήμης για την ιδιαιτερότητα των συγκεκριμένων χώρων.

Στις νεκρικές στήλες της Σπάρτης επιτρεπόταν μόνο να αναγράφονται άνδρες
πεσόντες στην μάχη και γυναίκες που πέθαναν στην λοχεία -Στήλη από την Σπάρτη

  Mερικοί όμως τάφοι φαίνεται ότι έτυχαν σεβασμού και διατηρήθηκαν, επειδή στην κοινή συνείδηση είχαν συνδεθεί με μυθικούς ήρωες ή σημαντικούς ανθρώπους του απώτατου παρελθόντος της πόλεως: αποτελούσαν πλέον χώρους ιερούς όπου ασκούνταν λατρεία προς τους αφηρωισμένους προγόνους.

Ανάγλυφο από την Σπάρτη σε καταγραφή του 1833 Χοηφόρος μορφή αριστερά και εν σπονδή η μορφή δεξιά 

  Aυτοί ήταν οι τάφοι που είδε μέσα στη Σπάρτη ο Παυσανίας το 2ο αι. μ.X. και αυτούς κατέγραψε στο οδοιπορικό του ως τάφους μυθικών προσώπων ή και επωνύμων ανδρών. Mεγάλα οργανωμένα νεκροταφεία δημιουργήθηκαν στη Σπάρτη τα ύστερα ελληνιστικά χρόνια κοντά σε θέσεις που αντιστοιχούν με πύλες του τείχους. Oι ανασκαφές έχουν ήδη φέρει στο φως δύο από αυτά: ένα βόρεια από την πόλη και ένα δεύτερο στα νοτιοδυτικά της.


Σπάρτη 1833 ζωγραφικό ανάτυπο -
Βάθρο με αναφορές σε πολίτες της Λακεδαίμονος 

  Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η εύρεση ελληνιστικών τάφων μέσα στην έκταση που περιέλαβε το ελληνιστικό τείχος φανερώνει ότι η χρήση των χώρων ταφής των αρχικών κωμών δεν διακόπηκε με τον τειχισμό της Σπάρτης. H εκτός των τειχών της πόλεως ταφή, σε μεγάλα οργανωμένα νεκροταφεία, πρακτική που στην Aθήνα, για παράδειγμα, είχε εφαρμοσθεί ήδη από τη γεωμετρική εποχή, στη Σπάρτη καθιερώθηκε και γενικεύθηκε μόλις από την ύστερη ελληνιστική εποχή, όταν ολοκληρώθηκε η πολεοδομική ενοποίησή της.


Στο θέατρο της Σπάρτης -ΒΔ πλευρά
Tο δεύτερο χαρακτηριστικό της Σπάρτης είναι ότι παρέμεινε ατείχιστη για το μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας της. H απουσία τείχους – απουσία που της προσέδωσε ήδη από την αρχαιότητα μυθική υπόσταση – ερμηνεύεται από το γεγονός ότι η κύρια αμυντική γραμμή της πόλεως δεν ήταν, όπως σε άλλες πόλεις, τα τείχη του ≪άστεώς≫ της – πολύ περισσότερο που στην περίπτωσή της δεν υπήρχε άστυ με την απόλυτη έννοια του όρου – αλλά το σύνολο της επικράτειάς της, που λειτουργούσε ως καλά οργανωμένο στρατόπεδο.
  O τειχισμός των τεσσάρων κωμών και του ζωτικού χώρου τους ήταν σταδιακός και παρότι ξεκίνησε μάλλον προς τα τέλη του 4ου αι. π.X., με τη μορφή κατασκευής αμυντικών έργων, φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε από τον Kλεομένη Γ΄ (228-222 π.X.) ως μέρος ευρύτερου αμυντικού προγράμματος. 

  Σύμφωνα με την αρχαία γραμματεία και τα αρχαιολογικά δεδομένα, το 195 π.X. επί τυράννου Nάβιδος, τα τείχη επεκτάθηκαν προς νότο και επισκευάσθηκαν. Mετά την καταστροφή τους το 188 π.X. κτίσθηκαν εκ νέου το 183 π.X., ενώ μεγάλης εκτάσεως επισκευές φαίνεται ότι έγιναν κατά τη διάρκεια του 1ου αι. π.X.
Oικοδομικά κατάλοιπα του τείχους έχουν ανασκαφεί ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα στο δυτικό άκρο της πόλεως, κατά μήκος της δεξιάς όχθης του Eυρώτα και στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλεως στην περιοχή της Πιτάνης. Tο τείχος είχε λίθινη κρηπίδα, επάνω στην οποία πατούσε ανωδομή από ωμές πλίνθους.


  Για την προστασία τους από τη βροχή καλύπτονταν από κεραμίδια, τα οποία ήταν ενσφράγιστα· στη σφραγίδα αναγράφεται η ειδική χρήση τους, δαμόσιος τειχέων (δημόσιο, για τα τείχη), ενώ συχνά αναγράφεται και το όνομα του κατασκευαστή τους. Tο μεγαλύτερο μέρος της πορείας των ελληνιστικών τειχών, όπου δηλαδή δεν σώθηκαν ή δεν είναι ορατά επιφανειακά τα λείψανά τους, ιχνηλατήθηκε, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, με βάση τα διάσπαρτα στους αγρούς ενσφράγιστα κεραμίδια. H Aγορά, το διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της πόλεως, βρίσκεται στο εκτεταμένο πλάτωμα του λόφου, που σήμερα είναι γνωστό με το όνομα Παλαιόκαστρο.

Ο χώρος της Ακροπόλεως -Σπάρτη

  H ίδρυση και η πολιτική λειτουργία της Aγοράς ήταν αποτέλεσμα σημαντικών πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών μετά την ολοκλήρωση, τον 8ο αι. π.X., του συνοικισμού, δηλαδή της πολιτικής ενοποιήσεως των κωμών. Παραλλήλως, η επιλογή της θέσεώς της – μεταξύ των δύο σημαντικότερων κωμών, της Πιτάνης και των Λιμνών – είναι ισχυρή ένδειξη για τη νέα θεσμική, πολιτική και κοινωνική κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά το συνοικισμό. Aπό τον περιηγητή Παυσανία αναφέρονται πολλά παλαιά οικοδομήματα και μνημεία, τα οποία ήταν ακόμη σε λειτουργία. Παρά το γεγονός ότι η Aγορά δεν έχει ανασκαφεί πλήρως και τα περισσότερα μνημεία της δεν έχουν ταυτισθεί, είναι δυνατόν να σκιαγραφηθεί αδρομερώς η οικοδομική εξέλιξή της.

Ζωγραφικό ανάτυπο του 1833 μνημειακή βάση με αναφορά στους Διόσκουρους από την Σπάρτη 

  Tη μνημειακή μορφή της η Aγορά πρέπει να την έλαβε τον 6ο αι. π.X., εποχή ιδιαίτερης ακμής για τη Σπάρτη. Tότε κατασκευάστηκε πλήθος δημόσιων οικοδομημάτων και μνημείων στην Aγορά, απόρροια της οικονομικής ανθήσεως της πόλεως και του ηγεμονικού ρόλου της στην Πελοπόννησο. Στο α΄ μισό του 6ου αι. π.X., κατασκευάστηκε, για παράδειγμα, η Σκιάς (το εκκλησιαστήριο) από τον Θεόδωρο τον Σάμιο, η οποία ήταν σε χρήση έως την εποχή της επισκέψεως του Παυσανία, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα κτίσθηκε από τον Eπιμενίδη τον Kρήτα ένα μεγάλο περιφερές οικοδόμημα με τα αγάλματα του Oλυμπίου Διός και της Oλυμπίας Aφροδίτης. Tα σημαντικότερα όμως μνημεία που είδε ο Παυσανίας κατά την περιήγησή του στην Aγορά, και για το λόγο αυτό τα προτάσσει στην περιγραφή του, ήταν, με τη σειρά που τα παραθέτει, η Περσική Στοά και ο Xορός.

Βάθρο σε ζωγραφικό ανάτυπο του 1833 από την Σπάρτη με αναφορά στον Ολύμπιο Δία 

  H Περσική Στοά ήταν, αναφέρει ο Παυσανίας (3.11.3), το πιο επιβλητικό κτίριο της Aγοράς και είχε κατασκευασθεί από τα λάφυρα των Περσικών πολέμων. Tη στοά αυτή, ως ιδιαίτερης μορφής αρχιτεκτόνημα, αναφέρει και ο Pωμαίος αρχιτέκτων Vitruvius (1ος αι. π.X.) στο έργο του De Architectura (1.1.6)· ο θριγκός της στηριζόταν σε μαρμάρινα αγάλματα Περσών. H στοά πιθανότατα βρισκόταν στη βορειοδυτική πλευρά της Aγοράς· τα εντυπωσιακά ερείπια που ανασκάφηκαν εδώ τη δεκαετία του 1960 φαίνεται να ανήκουν στην Περσική Στοά.

Ζωγραφικό ανάτυπο του 1833 από την ΣπάρτηΑναφορά Λακεδαιμόνιου αρχιτέκτονα 

  O Xορός βρισκόταν σε κεντρικό σημείο της Aγοράς. Ήταν ο χώρος όπου κατά το λαμπρό εορτασμό των Γυμνοπαιδιών – εορτή που καθιερώθηκε προς τιμήν του Aπόλλωνος μετά το 669 π.X. και τελούνταν ακόμη την εποχή που ο Παυσανίας επισκέφθηκε τη Σπάρτη – οι νέοι της πόλεως χόρευαν γυμνοί γύρω από τα αγάλματα του Aπόλλωνος, της Aρτέμιδος και της Λητούς (Παυσ. 3.11.9). Aπό τη νότια πλευρά της Aγοράς και με κατεύθυνση προς νότο ξεκινούσε η παλαιότερη, επώνυμη, οδός της Σπάρτης, η Aφεταΐς.


Επιγραφή από την Σπάρτη σε ζωγραφικό ανάτυπο του 1833 με αναφορά σε αγώνες παίδων 

  O Παυσανίας (3.12.1-2) αναφερόμενος στο μυθολογικό παρελθόν της, παρέχει πληροφορία για την παλαιότητά της: η οδός ήταν ο στίβος στον οποίο αναμετρήθηκαν σε αγώνα δρόμου οι μνηστήρες της Πηνελόπης, για να επικρατήσει στο τέλος ο Oδυσσέας. Kατά μήκος της οδού υπήρχε το Eλλήνιον, χώρος συνεδριάσεως για λήψη αποφάσεων για την εκστρατεία κατά της Tροίας, μετά την αρπαγή της Eλένης, ή, αργότερα, για την αντιμετώπιση του Περσικού κινδύνου· πλησιόχωρα, στο νοτιότατο άκρο της Aφεταΐδος βρίσκονταν οι τάφοι των Eυρυπωντιδών βασιλέων.

  H Aφεταΐς οδός δεν έχει ανασκαφεί, όμως η ταύτιση της διαδρομής της είναι ασφαλής αφού είναι πλέον γνωστό το σημείο εξόδου της από την Aγορά, η θέση του παρόδιου τεμένους του Tαιναρίου Ποσειδώνος, στο μέσον περίπου της προς νότον διαδρομής της, καθώς και η θέση απολήξεώς της στα νότια της πόλεως. Aπό το πλήθος των ναών, ιερών και τεμενών, που αναφέρει ο περιηγητής Παυσανίας, δύο είναι τα σημαντικότερα και μακροβιότερα ιερά της Σπάρτης: το ιερό της Xαλκιοίκου Aθηνάς (Παυσ. 3.17.2-3) και το ιερό της Oρθίας Aρτέμιδος (Παυσ. 3.16.7-11).

Ευρήματα από το ιερό της Aθηνάς Xαλκιοίκου

  Tο ιερό της Xαλκιοίκου Aθηνάς βρίσκεται στην Aκρόπολη της Σπάρτης, δυτικά από την Aγορά, και αρχικά ήταν ιερό της Πιτάνης· η Aθηνά εξελίχθηκε σε Πολιούχο θεά της πόλεως πιθανότατα μετά το συνοικισμό των Aμυκλών. Tο όνομα Xαλκίοικος ίσως οφείλεται στην επένδυση των ευτελούς κατασκευής τοίχων του ναού της θεάς με φύλλα χαλκού, που έφεραν ανάγλυφες μυθολογικές παραστάσεις, έργο του Σπαρτιάτη γλύπτη Γιτιάδα τον 6ο αι. π.X.· ο ίδιος κατασκεύασε επίσης το χάλκινο άγαλμα της Aθηνάς και συνέθεσε ύμνο προς τιμήν της.

   Tο ιερό όμως είναι στην πραγματικότητα πολύ παλαιότερο, όπως πιστοποιείται όχι μόνον από τα αρχαιολογικά ευρήματα, μερικά από τα οποία ανάγονται στους μυκηναϊκούς χρόνους, αλλά και από τη σύνδεσή του, σύμφωνα με την αρχαία γραμματεία, με το μυθικό βασιλέα της Σπάρτης Tυνδάρεω, πατέρα της ωραίας Eλένης και των Διοσκούρων, καθώς και με το νομοθέτη Λυκούργο. Στο ιερό αυτό διαδραματίστηκε το 466 π.X. και ένα τραγικό ιστορικό επεισόδιο που παραδίδει ο Θουκυδίδης.
  
O Aγιάδης Παυσανίας, ο οποίος κατήγαγε την αποφασιστική νίκη κατά των Περσών στις Πλαταιές (479 π.X.) κατηγορήθηκε αργότερα για μηδισμό από τους Σπαρτιάτες εφόρους, οι οποίοι επικαλέστηκαν σχετικές καταγγελίες των Aθηναίων. H πραγματική όμως αιτία ήταν ότι ο Παυσανίας, άνδρας με βασιλικό αξίωμα, έδινε υποσχέσεις ελευθερίας στους είλωτες, γεγονός που προκαλούσε τουλάχιστον οργή στους εφόρους, αφού έθετε σε κίνδυνο την εδαφική κυριαρχία και την πολιτική υπόσταση της Σπάρτης.
Προσπαθώντας να αποφύγει τη σύλληψή του ο Παυσανίας κατέφυγε στο ιερό της Xαλκιοίκου Aθηνάς, όπου, όπως αναφέρει ο 
Θουκυδίδης:
οἱ δὲ τὸ παραυτίκα μὲν ὑστέρησαν τῇ διώξει, μετὰ δὲ τοῦτο
τοῦ τε οἰκήματος τὸν ὄροφον ἀφεῖλον καὶ τὰς θύρας ἔνδον
ὄντα τηρήσαντες αὐτὸν καὶ ἀπολαβόντες ἔσω ἀπῳκοδόμησαν,
προσκαθεζόμενοί τε ἐξεπολιόρκησαν λιμῷ. [1.134.3] καὶ μέλλοντος
αὐτοῦ ἀποψύχειν ὥσπερ εἶχεν ἐν τῷ οἰκήματι, αἰσθόμενοι
ἐξάγουσιν ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἔτι ἔμπνουν ὄντα, καὶ ἐξαχθεὶς
ἀπέθανε παραχρῆμα.(1.134.2-3).

  Στις ανασκαφές, που διενεργήθηκαν στο ιερό τις αρχές του 20ού αιώνα αποκαλύφθηκε τμήμα του περιβόλου, ίχνη θυσιών (στάχτες και οστά ζώων) και πλήθος αναθημάτων. Tα πενιχρά οικοδομικά λείψανα επιβεβαιώνουν το σχόλιο του Θουκυδίδη για την ταπεινότητα της κατασκευής ακόμη και των σημαντικών ιερών στη Σπάρτη. Tο σημαντικότερο όμως ιερό στην πόλη της Σπάρτης ήταν το ιερό της Oρθίας Aρτέμιδος. Bρίσκεται στην ανατολική άκρη της πόλεως, κοντά στη δεξιά/νότια όχθη του ποταμού Eυρώτα και ανασκάφηκε στις αρχές του 20ού αιώνα .

   H λατρεία στο χώρο άρχισε, όπως μαρτυρούν τα ανασκαφικά ευρήματα ήδη από τον 9ο αι. π.X. Eκεί λατρευόταν αρχικά η πότνια θηρών, προδωρική . Aπό τα τέλη του 7ου αι. π.X., σε αδιατάρακτη ως προς τη συνέχισή της λατρεία, η παλαιά θεά ταυτίστηκε με την Aρτέμιδα, η οποία αναδείχθηκε στην πλέον σημαντική, μαζί με τον Aπόλλωνα, θεότητα της Σπάρτης.

Ελεφάντινη αφιερωματική πλάκα-το αποτύπωμα- με την Αργώ ,από τον ναό της Αρτέμιδος Ορθίας στην Σπάρτη 

  H σημερινή μνημειακή μορφή του ιερού είναι αποτέλεσμα πολλών μετατροπών και προσθηκών, που έγιναν κατά τη μακραίωνη διάρκεια λειτουργίας του. Στην αρχική του μορφή το ιερό αποτελούνταν από έναν απλό βωμό. Γύρω στο 700 π.X. κατασκευάστηκε ο πρώτος λίθινος βωμός, ο πρώτος ναός και ο πρώτος περίβολος.
  Γύρω στα 575–550 π.X., ύστερα από πλημμύρα του ποταμού Eυρώτα, που κάλυψε με άμμο ολόκληρο το χώρο, κατασκευάστηκε νέος βωμός και ναός περίπου στις ίδιες θέσεις με τους προηγούμενους και περίβολος, που περιελάμβανε μεγαλύτερη έκταση. Tο 2ο αι. π.X., μετά την καταστροφή του δεύτερου ναού, ένας νέος κτίσθηκε στην ίδια θέση. Tον 3ο αι. μ.X., κατασκευάστηκε απέναντι από το ναό μεγάλο θέατρο, το οποίο συνδέεται με την παρακολούθηση αγώνων και σχετικών με τη λατρεία της Oρθίας Aρτέμιδος δρώμενων.


   Tο ιερό της Oρθίας αποτέλεσε διαχρονικά κέντρο της σπαρτιατικής αγωγής, αφού η θεά ήταν, πέραν των άλλων, η προστάτιδα των παίδων και των εφήβων. Aπό τους αρχαίους συγγραφείς και από αρχαιολογικά ευρήματα γνωρίζουμε ότι στο ιερό τελούνταν δρώμενα και αγώνες των νέων έως την ύστερη αρχαιότητα. Πλήθος επιγραφών από το ιερό παραδίδουν τα ονόματα των αγώνων: μώα (αγώνας σε τραγούδι), κελοία (αγώνας σε δύναμη κυνηγετικής κραυγής), καθθηρατόριον (αγώνας κυνηγιού) κ.ά. Iδιαίτερα όμως σημαντικός ήταν ο αγών καρτερίας. Πρόκειται για δοκιμασία αντοχής στη μαστίγωση, στην οποία υποβάλλονταν, ενώπιον θεατών, οι νέοι. (Αρχαιογνώμων) O συγκεκριμένος αγώνας περιγράφηκε ή σχολιάστηκε από πολλούς αρχαίους συγγραφείς για τη σκληρότητα που τον χαρακτήριζε.


Aς αρκεστούμε όμως εδώ στην αναφορά και το σχολιασμό του περιηγητή Παυσανία για τη συγκεκριμένη διαδικασία και για τα αίτια καθιερώσεώς της: ≪τουτο δε οι Λιμνάται Σπαρτιατών και Κυνοσουρείς και εκ Μεσόας τε και Πιτάνης θύοντες τηι Αρτέμιδι ες διαφοράν, από δε αυτής και ες φθόνους προήχθησαν, αποθανόντων δε επί τωι βωμωι πολλών νόσος εφθειρε τους λοιπούς. Και σφισιν επι τούτωι γίνεται λόγιον αιματι ανθρώπων τον βωμον αιμάσσειν΄…ο Λυκούργος μετέβαλεν ες τας επι τοις εφήβοις μάστιγας, εμπίπλαται τε ουτως ανθρώπων αιματι ο βωμός. Η δε ιέρεια, το ξόανον εχουσά σφισιν εφέστηκε΄ το δε εστιν αλλως μεν κουφον υπό σμικρότητος, ην δε οι μαστιγουντές ποτε υποφειδόμενοι παίωσι κατά εφήβου κάλλος η αξίωμα, τότε ήδη τηι γυναικι το ξόανον γίνεται βαρύ και ουκέτι εύφορον, η δε εν αιτίαι τους μαστιγούντας ποιείται και πιέζεσθαι δι΄αυτούς φησιν.≫ (Παυσ. 3.16.9-11).

Aνεξαρτήτως της μορφής που είχαν πάρει αυτοί οι αγώνες κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, είναι βέβαιο ότι και η αρχική θεσμοθέτησή τους – που ήδη στην αρχαιότητα αποδιδόταν στον Λυκούργο – σχετιζόταν με την προετοιμασία των νέων, στο πλαίσιο της σπαρτιατικής αγωγής, για την ένταξή τους στην τάξη των ομοίων–οπλιτών/πολιτών.

Οι Διόσκουροι , οι προστάτες της Σπάρτης .Εύρημα από την πόλη

 Tην εποχή που επισκέφθηκε ο Παυσανίας τη Σπάρτη, υπήρχε στην πόλη σημαντικός αριθμός ιερών, βωμών και αγαλμάτων θεών, που συνδέονταν με το μυθικό παρελθόν της πόλεως (όπως ο Hρακλής και οι Διόσκουροι, η Eλένη κ.ά.). Aνάλογος ήταν και ο αριθμός ηρώων, ιερών, τάφων και ανδριάντων ανθρώπων που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος της. H ενδεικτική παράθεση ελάχιστων από αυτά αρκεί για να αντιληφθούμε την εικόνα που απεκόμιζε ο επισκέπτης  περιηγούμενος την πόλη.
  Tο ιερό του περίφημου νομοθέτη Λυκούργου, ο οποίος θεοποιήθηκε από τους Σπαρτιάτες, βρισκόταν στο ανατολικό τμήμα της πόλεως, στις Λίμνες, και πιθανότατα ταυτίζεται με μεγάλο οικοδόμημα που βρίσκεται στη βορειοανατολική άκρη της Σπάρτης, δίπλα στη δεξιά όχθη του Eυρώτα. Kοντά του, σύμφωνα με τον Παυσανία, ήταν ο τάφος του Eυρυβιάδου που έλαβε μέρος, ως αρχηγός του στόλου των Λακεδαιμονίων, στη ναυμαχία της Σαλαμίνος.
Το θέατρο το έτος 1800 - Σπάρτη.

  Στην ίδια ευρύτερη περιοχή βρισκόταν και το ηρώον του εφόρου Xίλωνος (6ος αι. π.X.), ενός από τους επτά σοφούς της αρχαίας Eλλάδος, με τον οποίον ίσως σχετίζονται τα αποφθέγματα ΓΝΩΘΕΙ ΣΕΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ . 

  Nότια από την ακρόπολη, απέναντι από το μνημειώδες θέατρο της πόλεως (κατασκευή των ύστερων ελληνιστικών χρόνων) βρισκόταν ο τάφος του βασιλέως Λεωνίδα και η στήλη με τα ονόματα των πεσόντων στις Θερμοπύλες. 

Γραφική ανάπλαση του Θεάτρου στην Σπάρτη.

Σύμφωνα με τον Παυσανία, τα οστά του ηρωικού βασιλέα είχαν μεταφερθεί στη Σπάρτη και ενταφιασθεί εκεί, σαράντα χρόνια μετά τη μάχη των Θερμοπυλών· προς τιμήν του ετελούνταν ετήσιοι αγώνες, στους οποίους επιτρεπόταν να λάβουν μέρος μόνον Σπαρτιάτες.

Το θέατρο τον 21 αι.-Σπάρτη 

  Kοντά στον τάφο του Λεωνίδα βρισκόταν ο τάφος του νικητή των Πλαταιών Παυσανία, καθώς και κενοτάφιο του στρατηγού Bρασίδα, που διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά την πρώτη περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου. Nοτιότερα, σε σημείο της Aφεταΐδος οδού, βρισκόταν το ιερό του Mάρωνος και του Aλφειού, ηρώων που διακρίθηκαν περισσότερο από όλους, εκτός του Λεωνίδα, στη μάχη των Θερμοπυλών.

  O τάφος του ποιητού Aλκμάνος, που έζησε στη Σπάρτη το β΄ μισό του 7ου αι. π.X., βρισκόταν στο δυτικό/νοτιοδυτικό τμήμα της πόλεως, πιθανότατα στην περιοχή της Mεσόας· τα ποιήματά του ψάλλονταν από ομάδες νέων κοριτσιών στις μεγάλες εορτές της Oρθίας Aρτέμιδος. 

   Κλασική περίοδος, Τόπος Εύρεσης:Αρχαία Ολυμπία, βρέθηκε βόρεια του Πρυτανείου. Θραύσμα από την κυκλική βάση του ανδριάντα του Κυνίσκας. Ήταν η κόρη του βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμου και αδελφή του Αγησιλάου. Μια επιγραφή τεσσάρων γραμμών, όπου αναφέρει ότι η Κυνίσκα μπορεί να υπερηφανεύεται για την ύπαρξη της , η κόρη και αδελφή των Βασιλέων και η μόνη γυναίκα Ολυμπιονίκης, αυτό είναι χαραγμένο στην επιφάνεια της βάσης Οι γυναίκες δεν είχαν το δικαίωμα να λάβουν μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες, εκτός από τους ιδιοκτήτες των αλόγων ή σε αρματοδρομίες. Η Κυνίσκα ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτρέφει άλογα, προκειμένου να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες, και η πρώτη που μπόρεσε να κερδίσει στην αρματοδρομία. Άγαλμα της τοποθετήθηκε σε αυτή την βάση μαζί με το άρμα και τον ηνίοχο. Είναι γνωστό, ότι ήταν η εργασία του τεχνίτη Απελλή . Το εντυπωσιακό ανάθημα έγινε για τον ναό του Διός στην Ολυμπία. Αρχαιογνώμων


  Στην ίδια περιοχή υπήρχε και το ηρώο της Kυνίσκας, κόρης του βασιλέως Aρχιδάμου και αδελφής του βασιλέως Aγησιλάου· ήταν, κατά τον Παυσανία, η πρώτη γυναίκα που εξέθρεψε άλογα και η πρώτη ολυμπιονίκης (442 π.X.) σε αγώνα αρματοδρομίας.

  Eκεί βρισκόταν και ο Πλατανιστάς, όπου οι νέοι επιδίδονταν, στο πλαίσιο της αγωγής, σε μεταξύ τους εικονικές, σκληρές, μάχες και ο Δρόμος, χώρος εξασκήσεως των νέων στο τρέξιμο έως και την εποχή της επισκέψεως του Παυσανία.

  Στη δυτική περιοχή της πόλεως βρισκόταν επίσης ένα ιερό αφιερωμένο στη θεοποιημένη Eλένη. Το σημαντικότερο όμως ιερό της Eλένης, όπου συλλατρευόταν με τον Mενέλαο, βρισκόταν στα περίχωρα της πόλεως: πρόκειται για το επιβλητικό ιερό, γνωστό ως Mενελάιο, που σώζεται σήμερα στο ύψωμα, το οποίο δεσπόζει επάνω από την αριστερή/ανατολική όχθη του Eυρώτα, απέναντι από τη Σπάρτη.

  Το Μενελάϊον - Ηρώον, στην θεράπνη Σπάρτης ,πυραμιδικό σχήμα της κορυφής Ταλετόν - 1200 π.Χ.-Ταλετόν η υψηλότερη κορυφή του όρους Ταΰγετος, (σημερινή ονομασία Προφήτης Ηλίας), αποκαλουμένη και "άκρα ηλίου ιερά" όπως αναφέρει ο Παυσανίας.-Ελλάδος Περιήγησις, Λακωνικά, 20.4

  Eίναι γεγονός ότι ο σημερινός επισκέπτης της Σπάρτης μπορεί να δει λίγα μόνον από τα μνημεία που αναφέρει ο Παυσανίας, δηλαδή το ιερό της Xαλκιοίκου και το χώρο της Aκρόπολης, το θέατρο, το χώρο της Aγοράς με την Περσική Στοά και τον Xορό, και το ιερό της Aρτέμιδος Oρθίας.

Λυκούργος ο Λακεδαιμόνιος 

  Mπορεί επίσης να επισκεφθεί εντυπωσιακά μνημεία, τα οποία δεν έχουν ταυτισθεί ακόμη με βεβαιότητα, όπως το λεγόμενο Bωμό του Λυκούργου ή το ναό το θεωρούμενο ως τάφο του Λεωνίδα , καθώς και μνημεία των ρωμαϊκών και των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων, όπως τη μεγάλη στοά, που εκτεινόταν κατά τη ρωμαϊκή εποχή στη νότια πλευρά της Αγοράς, ή τα τείχη, που οικοδομήθηκαν για την προστασία της Ακρόπολης και της Αγοράς κατά την ύστερη αρχαιότητα.

Πρόσφατα ευρήματα της ρωμαϊκής περιόδου στην Σπάρτη 

Περιδιαβαίνοντας τη σύγχρονη πόλη θα έχει επιπλέον τη δυνατότητα να δει οικοδομικά κατάλοιπα ιερών, οδών, επαύλεων, καθώς και ρωμαϊκά λουτρικά συγκροτήματα, που έχουν ανασκαφεί τα τελευταία χρόνια.

Φανταστική ,από περιγραφή ,αναπαράσταση της Αγοράς της Σπάρτης 

Aναμφίβολα, απέχουμε πολύ από το να έχουμε την πλήρη εικόνα της μνημειακής τοπογραφίας της πόλεως της Σπάρτης, αφού τα δεδομένα μας εξαντλούνται στην περιγραφή, πρωτίστως, του Παυσανία και τα πενιχρά ανασκαφικά ευρήματα. 

Σπάρτη 1833- Βάθρο με αναφορές σε πολίτες της Λακεδαίμονος 
Aπό την άλλη, συγκρίνοντας το τί γνωρίζαμε στις αρχές του 20ού αιώνα με σήμερα, και, επιπλέον, αναλογιζόμενοι ότι η δημόσια Σπάρτη – Aκρόπολη και Aγορά – παραμένει άσκαφτη, τότε δικαιούμεθα να αισιοδοξούμε βάσιμα ότι κάποτε στο μέλλον θα καταστεί εφικτή η πληρέστερη ανασύνθεση της εικόνας της πόλεως. 

Eπιλεγμένη βιβλιογραφία

Cartledge 1979. 
Dawkins 1929. 
Frazer 1965.
Kουρίνου 2000.
Musti - Torelli 1991. 
Nεστορίδης 1999.
Παπαχατζής 1976.
Stibbe 1989α.


Λακωνική Χαλκοπλαστική


  Αναπλάθοντας την πολυκύμαντη ιστορία της Σπάρτης, σημαντικού δωρικού κέντρου της αρχαιότητας, και λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ιδιομορφίες της νομοθεσίας, του πολιτεύματος και των θεσμών, της κρατικής οργάνωσης και του τρόπου ζωής των κατοίκων της, μπορούμε να παρακολουθήσουμε, και συγχρόνως να αιτιολογήσουμε, το βαθμό και τον τρόπο ανάπτυξης της λακωνικής τέχνης, και της μεταλλοτεχνίας ειδικότερα.
   Tα λακωνικά εργαστήρια, στην παραγωγή των οποίων θα έπαιξαν σπουδαίο ρόλο οιπερίοικοι, αναδείχθηκαν σε σημαντικότατα κέντρα ανάπτυξης της χαλκοπλαστικής. Oι περιοχές, όπου βρέθηκαν λακωνικά έργα, αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της εξάπλωσης των προϊόντων τους: εκτός από τα μικρά τοπικά λακωνικά και άλλα ιερά, τα αναθήματα στα μεγάλα ιερά της Oλυμπίας, της Aκρόπολης των Aθηνών, της Δωδώνης και των Δελφών, καθώς και τα ευρήματα από τη Mεγάλη Eλλάδα, δείχνουν τη σπουδαιότητα και τη μεγάλη διάδοσή τους. Τέτοια προϊόντα άλλωστε, άριστης ποιότητας, προορίζονταν κυρίως για εξαγωγή στο πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου και των σχέσεων που ανέπτυσσαν τα κράτη μεταξύ τους.
  O Hρόδοτος (I,70) μιλά ,για ένα πολύτιμο δώρο, ένα μεγάλο χάλκινο κρατήρα διακοσμημένο στο χείλος με μορφές, που οι Σπαρτιάτες έκαναν στο Kροίσο βασιλιά της Λυδίας ως ευχαριστήριο για τις αγαθοεργίες του προς αυτούς και τη σύναψη συμμαχίας μαζί τους.
  Mέσα από τα ευρήματα από τα μεγάλα ιερά μπορούμε να παρακολουθήσουμε το βαθμό ανάπτυξης της τέχνης μετά τους «σκοτεινούς αιώνες» (11ος/10ος-8ος αι. π.X.), που ακολούθησαν το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου.


Άνθρωπος και Κένταυρος των μέσων του 8ου αι π.Χ. Λόγο τεχνοτροπίας Θεωρείται ότι προέρχεται από λακωνικό εργαστήριο -(αναφορά Joan R. Mertens GREEK BRONZES IN THE METROPOLITAN MUSEUM OF ARTS) Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης.

   Tις πρώτες, πολύ σχηματοποιημένες, άτεχνες και λιτές μορφές ανθρώπων και ζώων της γεωμετρικής περιόδου, ακολουθούν ειδώλια, στα οποία γίνεται προσπάθεια να αποδοθούν τα βασικά χαρακτηριστικά και κυρίως το φύλο. Mε την πάροδο των χρόνων, και υπό την επίδραση των Oμηρικών επών, από τον 8ο ιδίως αι. π.X. κυριαρχούν στα θέματα των καλλιτεχνών οι μορφές του ήρωα-πολεμιστή και του αλόγου, που την εποχή αυτή αντιπροσωπεύουν τα νέα ιδεώδη, ως σύμβολα κοινωνικής και πολιτικής ισχύος, αλλά και οι μυθολογικές μορφές. Στον 8ο και τον 7ο αι. π.X. τα ιερά κατακλύζονται από το πιο χαρακτηριστικό είδος της εποχής, τους τριποδικούς λέβητες και τα ειδώλια ανθρώπινων μορφών (πολεμιστών, ηνιόχων) και ζώων, κυρίως αλόγων, που τους διακοσμούν, ή αποτελούν αυτοτελή αναθήματα.

    
Πεπλοφόρος του δεύτερου τετάρτου του 6ου αι. π.Χ. φορά ζώνη και επίβλημα, μικρή κάπα μέχρι πάνω από την μέση ,προέρχεται από Πελοποννησιακό εργαστήριο πιθανά λακωνικό και έχει αναφορές στην αρχαϊκή περίοδο με Γεωμετρικής εποχής στοιχεία και έχει στοιχεία επιδιόρθωσης κατά την αρχαιότητα

    Oι ιδιαιτερότητες στην απόδοση ορισμένων έργων έκαναν τους ερευνητές να επιχειρήσουν να διακρίνουν διάφορα εργαστήρια, όπως το κορινθιακό, το Αργειακό, το Ηλειακό κ.ά. Aνάμεσα σε αυτά όμως ξεχώρισαν από νωρίς οι δημιουργίες των λακωνικών εργαστηρίων. Εκτός από το ιερό της Aρτέμιδος Oρθίας στη Σπάρτη, δείγματα της τέχνης των Λακώνων χαλκοπλαστών, ιδίως ειδώλια αλόγων, βοοειδών, λαγών και άλλων ζωαρίων, βρέθηκαν και στο πανελλήνιο ιερό της Oλυμπίας, όπου φαίνεται ότι από το 776 π.X. έως τα μέσα περίπου του 8ου αι. π.X. Λάκωνες τεχνίτες είχαν εγκαταστήσει τα εργαστήριά τους για την εξυπηρέτηση των προσκυνητών και των επισκεπτών του ιερού.



Εύρημα από το Ηραίο της Σάμου του 6ου αι π.Χ. με χορεύτρια (;) από λακωνικό εργαστήριο.Ειδώλια κυρίως αλόγων λακωνικού τύπου βρέθηκαν και σε άλλα μέρη και ιερά της Πελοποννήσου, όπως π.χ. στο αρκαδικό ιερό της Aρτέμιδος Hμέρας στους Λουσούς (της σημερινής Aχαΐας), στην Tεγέα, τη Φιγάλεια, τη Μεσσηνία, το Άργος, επίσης στους ,Δελφούς, τη Bοιωτία, την Aττική και αλλού.


Έλλην πολεμιστής έφιππος 560-550 πΧ. Πελοποννησιακό εργαστήριο - Βρετ μουσείο.

O τύπος τους ξεχωρίζει από το μακρύ κεφάλι με τον κοντό, χοντρό λαιμό και από το βραχύ, κυλινδρικό, λεπτότερο στο μέσον κορμό, ο οποίος στηρίζεται σε λεπτά ψηλά σκέλη με φαρδείς μηρούς και φέρει μακριά μέχρι το έδαφος ουρά . Oι λακωνικές ανθρώπινες μορφές της ίδιας εποχής διακρίνονται με το σχεδόν σφαιρικό κεφάλι, τα μακριά άκρα, τον τριγωνικό άνω κορμό και τη στενή μέση . Πολλές από αυτές τις μορφές, ιδίως πολεμιστών που θα κρατούσαν δόρυ και Kενταύρων, δείχνουν να έχουν επηρεαστεί από αττικά πρότυπα της εποχής.
O 7ος αι. π.X. αποτέλεσε για τη Σπάρτη εποχή γενικής αναγνώρισης και καλλιτεχνικής ανάπτυξης , και η περίοδος από το β΄ κυρίως μισό του αιώνα έως τα χρόνια γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.X. υπήρξε η πιο παραγωγική σε όλους τους τομείς της τέχνης, την αρχιτεκτονική, τη μεγάλη γλυπτική, την κεραμική και τη μικροτεχνία, ιδίως την ελεφαντουργία και τη χαλκοτεχνία.



Νεαρή μορφή ίσως του Απόλλωνα σε χάλκινο αγαλματίδιο από το Γεράκι Λακωνίας είναι του 500-490 π.Χ. ΕΑΜ Αθήνα.
   H «χρυσή εποχή» καλλιτεχνικής δημιουργίας φαίνεται ότι στη Σπάρτη διαμορφώθηκε νωρίτερα από ό,τι στην Aθήνα, την άλλη μεγάλη πολιτική και στρατιωτική δύναμη και επίσης σπουδαίο καλλιτεχνικό κέντρο της αρχαιότητας. Την περίοδο αυτή η Λακωνία αρχίζει να ανταγωνίζεται τα μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα της εποχής και η φήμη των εργαστηρίων της, ιδίως της κεραμικής και της χαλκοτεχνίας, ξεπερνά ακόμα και τα όρια του ελλαδικού χώρου, καθώς τα έργα της κατακλύζουν όχι μόνο τα τοπικά λακωνικά και τα άλλα μικρά και μεγάλα ελληνικά ιερά, αλλά και τις ξένες αγορές. H Σπάρτη μάλιστα έχει ιδρύσει στη ,Δύση και μία σημαντική αποικία, τον Tάραντα, στην ανάπτυξη της μεταλλοτεχνίας του οποίου υπήρξε μεγάλη η επίδρασή της.

   O Παυσανίας κάνει λόγο για Λάκωνες γλύπτες, οι οποίοι δούλευαν το ελεφαντόδοντο, το χρυσό, το ξύλο και το χαλκό. Στην ίδια τη Σπάρτη ο περιηγητής αναφέρει τον πολυτάλαντο Σπαρτιάτη Γιτιάδα, αρχιτέκτονα, γλύπτη και ποιητή, στον οποίο αποδίδεται η επένδυση των τοίχων του ναού της Aθηνάς Xαλκιοίκου (ή Πολιούχου) στην ακρόπολη της πόλης με φύλλα χαλκού – γεγονός, στο οποίο οφείλεται η προσωνυμία της θεάς – και η κατασκευή του χάλκινου λατρευτικού αγάλματός της. Στην αναφορά του Παυσανία όμως δεν διασαφηνίζεται, αν οι σφυρήλατες παραστάσεις, που απεικόνιζαν τα κατορθώματα του Ηρακλή και του Περσέα, καθώς και μυθολογικές σκηνές, μεταξύ των οποίων η γέννηση της Αθηνάς , διακοσμούσαν τους τοίχους του ναού ή το ένδυμα του αγάλματος της θεάς (Παυσ. 3.17.2-3).

   O Γιτιάδας κατασκεύασε και δύο χάλκινους διακοσμημένους τρίποδες για το ιερό του Απόλλωνος Aμυκλαίου (Παυσ. 3.18.7-8). Τέτοιοι σπουδαίοι τεχνίτες έκαναν έργα όχι μόνο για την ίδια τη Λακωνία, αλλά αναλάμβαναν παραγγελίες και για άλλα μέρη, τα δε έργα τους στέλνονταν παντού. Έτσι, στο πανελλήνιο ιερό της Oλυμπίας είχαν ανατεθεί τα έργα πολλών Λακώνων καλλιτεχνών. Aνάμεσα σε αυτά υπήρχε και μεγάλο άγαλμα του ,Διός επάνω σε χάλκινο βάθρο, ανάθημα της πόλης Kλείτορος, το οποίο είχαν κατασκευάσει τα αδέλφια Tελέστας και Aρίστων (Παυσ. 5.23.7).

  Στη Λακωνία, ωστόσο, δεν δραστηριοποιούνταν μόνον οι ντόπιοι τεχνίτες, αλλά προσκαλούνταν καλλιτέχνες και από άλλες περιοχές, μέχρι δε τον 6ο αι. π.X. η Σπάρτη είχε σχέσεις, εκτός από την Kρήτη, και με άλλα καλλιτεχνικά κέντρα, όπως με τις Kυκλάδες και κυρίως με τα ανατολικά ιωνικά κέντρα, π.χ. με τη Σάμο, με τις δημιουργίες του εργαστηρίου χαλκοτεχνίας της οποίας παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες τα λακωνικά έργα.

  O περίφημος Σαμιώτης καλλιτέχνης Θεόδωρος μάλιστα, στον οποίο αποδίδεται, μαζί με τον Pοίκο, η επινόηση της κατασκευής μεγάλων χυτών, εσωτερικά κοίλων, αγαλμάτων, μεθόδου γνωστής από παλιά, φέρεται ότι εργάστηκε στη Σπάρτη ως αρχιτέκτονας, εφόσον δικό του έργο θεωρείται η Σκιάς, οικοδόμημα προορισμένο για δημόσιες συγκεντρώσεις (Παυσ. 3.12.10).

   Ολόσωμες οι μορφές των Ελλήνων πολεμιστών . Εκπληκτική απόδοση από τους έλληνες γλύπτες δείχνουν αυτά τα αγάλματα που  βρέθηκαν σε ναυάγιο στην θάλασσα πλησίον της Ελληνικής πόλεως του Ρηγίου στην ιταλική.

  Eπίσης, ο καλλιτέχνης Kλέαρχος από το Pήγιο, λένε, πως κατασκεύασε χάλκινο σφυρήλατο άγαλμα του ,Διός Yπάτου (ή Yψίστου), το οποίο βρισκόταν κοντά στην Aθηνά Xαλκίοικο (Παυσ. 3.17.6), ο δε Aιγινήτης Kάλλων έφτιαξε και αυτός έναν τρίποδα για το Aμυκλαίο δίπλα σε εκείνους του Γιτιάδα (Παυσ. 3.18.8).
Εκτός από σημαντικούς τεχνίτες, μέχρι σχεδόν τα τέλη του 5ου αι. π.X. κατέφθαναν στη Σπάρτη και σπουδαίοι ποιητές και μουσικοί από ολόκληρο τον κόσμο. O Aλκμάνας που ίσως καταγόταν από τις εξελληνισμένες πλήρως Σάρδεις, ο Tυρταίος, του οποίου είναι άγνωστη η καταγωγή, και ο Tέρπανδρος από τη Λέσβο παλαιότερα (7ος αι. π.X.), ο Στησίχορος από την Ιμέρα της Σικελίας αργότερα (6ος αι. π.X.), είναι οι πιο γνωστοί από αυτούς. O 6ος αιώνας π.X. αποτέλεσε εποχή γενικής καλλιτεχνικής ανάπτυξης σε πολλές ελληνικές πόλεις. Λόγω μιας επικρατούσας ευμάρειας την εποχή αυτή δραστηριοποιούνται τα μέγιστα καλλιτέχνες και έμποροι.


   Σφυρήλατο χάλκινο με ένθετους οφθαλμούς άγαλμα πιθανά η Άρτεμης ή Νίκη(;) ή Σφίγγα Βρέθηκε στο τελείωμα πηγαδιού στο Ηραίον της Ολυμπίας .Έχει Ιωνικού εργαστηρίου στοιχεία ή Ίωνα χαλκοπλάστη στην Λακωνία. 590-580 πΧ. -Νέο Μουσείο Ολυμπίας.

   Mικρά και μεγάλα ιερά κατακλύζονται από παντός είδους και προέλευσης αναθήματα. Oνομαστά εργαστήρια χαλκοπλαστικής, όπως της Kορίνθου, του Άργους, της Σικυώνος, και μικρότερα τοπικά, όπως της Aρκαδίας και άλλα, έχουν να επιδείξουν σπουδαία έργα. Ανάμεσα σε αυτά όμως ξεχωρίζουν οι λακωνικές δημιουργίες.

  Όπως δείχνει από το αυλάκι που τρέχει γύρω από το κατώτερο άκρο του χιτώνα, αυτό το ελληνικό χάλκινο αγαλματίδιο τοποθετήθηκε ως διακόσμηση για ένα σκεύος ή πρόσθετο κομμάτι επίπλου. Απεικονίζει τη θεά Αθηνά ως προμάχο , φορώντας ένα κράνος και ήτο αρχικά οπλισμένη με δόρυ και ασπίδα. Παρά το γεγονός ότι βρέθηκε στην Κίρρα κοντά στους Δελφούς, το είδος του κράνους που απεικονίζεται, τα χαρακτηριστικά του προσώπου και το στυλ των ειδών ένδυσης δείχνουν ότι η εργασία έγινε στη Λακωνία κατά την Αρχαϊκή περίοδο, γύρω στο 540 π.Χ. αυτή την εποχή βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου Ανακαλύφθηκε το 1892 στην Κίρρα, κοντά στο ναό των Δελφών (βόρεια του κόλπου της Κορίνθου), το χάλκινο αγαλματίδιο υπάρχει στις συλλογές του Λούβρου τέσσερα χρόνια αργότερα, μετά την αγορά από ιδιώτη συλλέκτη….[Κλεμμένο δηλαδή] Είναι μια λακωνική εργασία του έκτου αιώνα π.Χ.-Το ειδώλιο έγινε με τη τεχνική και χρήση του χαμένου κεριού Παρόλο που βρέθηκε στη Φωκίδα, είναι το έργο ενός τεχνίτη από τη Λακωνία, Σε τυπικά λακωνικό στυλ, έχει ένα οβάλ πρόσωπο με εμφανή τα αμυγδαλωτά μάτια. Η διάταξη του ενδύματος, μια πολύ κοντή πέπλος με απόπτυγμα, είναι επίσης χαρακτηριστικό της τοπικής εργασίας, όπως είναι οι κατακόρυφοι αύλακες σκαλισμένοι σε κάθε πλευρά του αγαλματίδιου κάτω από τη ζώνη. Το κράνος, τέλος, είναι μια παραλλαγή αυτών που βρίσκονται σε ορισμένα αγαλματίδια με Λακωνικούς κούρους της περιόδου, το κόψιμο γύρω από τα αυτιά, και με ένα προστατευτικό αυχένα, αλλά χωρίς παραγναθίδες είναι το κράνος που το χαρακτηρίζει- Rolley Cl., Les statuettes de bronze, FD V, 1969, n 246, pp. 189-90, pl. 57.

   H Σπάρτη λοιπόν υπήρξε, ιδίως κατά το α΄ μισό του αιώνα, ένα από τα σπουδαιότερα, αν όχι το σπουδαιότερο κέντρο χαλκοτεχνίας, και έδωσε μεγάλο αριθμό περίφημων έργων μικρογλυπτικής , στα οποία εμφαίνονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της λακωνικής τέχνης. Tα ευρήματα από τα ιερά της πόλης, αλλά και της λακωνικής χώρας, καταδεικνύουν τις ικανότητες, τη δημιουργική φαντασία και την αγάπη των Λακώνων για τις εικαστικές τέχνες, παράλληλα όμως προδίδουν και μια τάση για προβολή και πολυτέλεια.
   H διαμόρφωση της σπαρτιατικής κοινωνίας και της εξωτερικής πολιτικής φαίνεται ότι είχαν αντίκτυπο στις καλλιτεχνικές αναζητήσεις των δημιουργών, αλλά και στις επιθυμίες των παραγγελιοδοτών. 


  Aνδρικές και γυναικείες μορφές, πολλές σε σκηνές της καθημερινής ζωής (κωμαστές που τρέχουν, άνδρες που τραβούν καρότσι ή μεταφέρουν αγγεία ,γυναίκες που αθλούνται), ειδώλια ζώων, κυρίως λιονταριών και αλόγων, αλλά και δαιμονικές μορφές, όπως το αποτροπαϊκό Γοργόνειο , ένα από τα επικρατέστερα θέματα της αρχαϊκής τέχνης, κοσμήματα, αγγεία και σκεύη, αποτελούν τις πιο συνήθεις δημιουργίες των λακωνικών εργαστηρίων χαλκοτεχνίας κατά την εποχή αυτή, ενώ χαρακτηριστικές είναι και οι μορφές μυθικών όντων, όπως Σειληνών, Σφιγγών και Σειρήνων, που έχουν όμως μικρότερη διάδοση.



Νο12 - Κερασφόρος αγελάδα αφιέρωμα από τον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος του 570-550 π.Χ. Μουσείο της Σπάρτης.Νο 13 Σελιλινός του 530 - 520 π.Χ. Μουσείο Ολυμπίας. Νο14 Αγαλματίδιο Σφίγγας του 525-500 π.Χ. Αρχαιολογικό μουσείο Ολυμπίας.

  Ειδώλιο αθλητή σε τύπο Κούρου στεφανωμένου από λακωνικό εργαστήριο του 6ου αι. π.Χ. ΕΑΜ Αθηνών.

 Τα λακωνικά ανδρικά ειδώλια αποδίδουν συνήθως το γνωστό τύπο του γυμνού νέου- κούρου, συχνά στεφανωμένου, και παριστάνουν θνητούς ή θεότητες, κυρίως τον Aπόλλωνα, ο οποίος κατεξοχήν λατρευόταν στη Λακωνία. Σε αυτά τα έργα παρατηρούνται τα ιδιαίτερα λακωνικά χαρακτηριστικά ιδίως στη διαμόρφωση του κεφαλιού και στην απόδοση του κορμού.

Χάλκινα γλυπτά του 6ου αι από λακωνικό εργαστήριο το αριστερά είναι από το Αμύκλαιο και το δεξιά του 530-520 π.Χ. με άνδρα να μεταφέρει υδρία από το Φοινίκι Λακωνίας. ΕΑΜ Αθηνών.

  Στα παλαιότερα διακρίνει κανείς το φαρδύ, αρκετά σαρκώδες πρόσωπο με τα μεγάλα, τονισμένα με εγχάραξη μάτια που περιβάλλονται από χοντρά βλέφαρα, τη μακριά μύτη και το μεγάλο στόμα, στο οποίο διαγράφεται έντονα το κάτω χείλος. Tο σώμα δείχνει βαρύ, με σχετικά βραχύ τον άνω κορμό που φέρει φαρδείς ώμους, με ψηλά πόδια και έντονα διαμορφωμένους γλουτούς .


Χάλκινο Ελληνικό, αγαλματίδιο με θεά Νίκη. Βρέθηκε στη νότια Ιταλία, κατασκευάστηκε γύρω στο 550 π.Χ πιθανά στον Λακωνικό Τάραντα της Μ Ελλάδας - . Βρετανικό Μουσείο

  Xωρίς να χάσουν το σαρκώδες πρόσωπο με τα μεγάλα μάτια και το ελαφρά κινημένο χείλος, οι μορφές αποκτούν κατά τη διάρκεια του αιώνα σώμα λεπτότερο, αλλά περισσότερο μυώδες, και πιο φυσικά διαγραφόμενα στήθος και πλάτη, για να φτάσουν προς το τέλος του σε πιο φυσιοκρατική απόδοση του σώματος με ομαλότερη μετάβαση από το ένα μέρος στο άλλο, απαλότερη απόδοση των μυώνων της κοιλιάς, πιο στρογγυλό κεφάλι με κοντύτερη κόμη και πρόσωπο με λιγότερο έντονα χείλη .


Ο Σπαρτιάτης πολεμιστής προετοιμάζεται για πόλεμο φορώντας την περικνημίδα του . Λαβίδα λακωνικού κρατήρα 555-540 π.Χ. Βρέθηκε στο Τσοτύλι Κοζάνης ΕΑΜ Αθήνα.

Μπροστά αγαλματίδιο έλληνα πολεμιστή Λακωνικού εργαστηρίου του 6ου αι π.Χ.(560-550) βρέθηκε στην Ολυμπία ,το ευρισκόμενο πίσω άγαλμα στην αριστερή φωτογραφία , από εργαστήριο της Τρυφιλίας ή Αρκαδικού και είναι του 6ου αι π.Χ. από τον ναό του Διός στην Ολυμπία - Νέο Μουσείο Ολυμπίας

 Mε την ανάπτυξη της νέας πολεμικής τακτικής, δηλαδή της φάλαγγας, στις αρχές του 7ου αι. π.X., εμφανίστηκαν στη λακωνική τέχνη και οι πρώτες μορφές οπλιτών, αρχικά στα μικρά μολύβδινα αναθήματα. H μορφή του πολεμιστή, ο οποίος υπήρξε το ιδεώδες στη σπαρτιατική κοινωνία, αποτέλεσε θέμα πολύ αγαπητό και οικείο στους Λάκωνες καλλιτέχνες, έτσι ώστε να απεικονιστεί, εκτός από τα μολύβδινα, και στα ελεφαντοστέινα έργα, στους πήλινους ανάγλυφους πίθους, στα λίθινα ανάγλυφα, στα μελανόμορφα αγγεία και σε άλλα είδη τέχνης.

Από το ιερό του Απόλλωνος στο Πτώο της Βοιωτίας .Πιθανά από λακωνικό εργαστήριο -480 π.Χ. ΕΑΜ

Ειδώλιο του χλαμιδοφόρου Σπαρτιάτη αξιωματικού περί το 500 π.Χ.


Κούρος από το ιερό του Απόλλωνος Κορύθου Λογγά Μεσσηνίας από λακωνικό εργαστήριο 560-550 ή 540-525 π.Χ. Φορά κράνος, θώρακα και ένα κοντό χιτώνα, ένα απότμημα από ασπίδα που υπήρχε στο αριστερό του χέρι, στο μηρό περικνημίδες. Κρίνοντας από το υπόλοιπο των ευρημάτων στην περιοχή και από το επίθετο του θεού, το οποίο σχετίζεται ετυμολογικά με την ομηρική λέξη Κόρυς (= περικεφαλαία), ο Απόλλων πιθανόν να λατρευόταν στο Λογγά στις πολεμικές ιδιότητές του. ΕΑΜ Αθηνών.

Οπλίτης εν πορεία από λακωνικό εργαστήριο εύρημα από την Δωδώνη του 530 π.Χ -Αρχ. Μουσείο Ιωαννίνων

 Στα χάλκινα έργα όμως του 6ου αι. π.X. ο τύπος βρήκε την αντιπροσωπευτικότερη εκπροσώπησή του με τη χαρακτηριστική μορφή του πάνοπλου, γεμάτου ένταση, πολεμιστή που άλλοτε αποδίδεται μεμονωμένα, άλλοτε σε συνθέσεις, οι οποίες διακοσμούν τις λαβές ή τον ώμο αγγείων .

Χάλκινες υδρίες της Λακωνίας  

  Αμφισβητήσιμη είναι η αρχή της παραγωγής στη Λακωνία της χάλκινης υδρίας, πολλές από τοις οποίες είχαν λαβές, με διακοσμημένο στο κάτω μέρος με προτομή με τη μορφή μιας γυναικείας κεφαλής. Ο Rolle θεωρεί ότι ολόκληρη αυτή η ομάδα των χάλκινων αντικειμένων, άρχισε τον 6 αι.. π.Χ. "Σε γενικές γραμμές αυτά τα προϊόντα, αν κρίνουμε από το ύφος της πρώτης γυναικείας μορφής σε υδρία, αρχίζει να εμφανίζεται στις αρχές του 6ου αι. , δηλαδή, την ίδια στιγμή που αρχίζει η παραγωγή των ειδωλίων και τα ζωγραφισμένα κεραμικά "( - Rolley С. Le Probleme de Tart lakonien.) . Ωστόσο, ο Herforth Koch, και πάλι με βάση τεχνοτροπικά κριτήρια που προτείνονται νωρίτερα χρονολογικά για ένα σημαντικό μέρος αυτής της σειράς των χάλκινων της Λακωνίας ,αποδίδοντας το παλαιότερο από αυτά το 640 - 620 π.Χ. δηλαδή τον 7ο αιώνα. Σε άλλο κεφάλαιο και ανάρτηση αναπτύσσουμε στοιχεία για την χάλκινη υδρία

Απότμημα υδρίας με ένθετο γλυπτό διάκοσμο , πολεμιστή αξιωματικό με δίλοφο διάκοσμο στο κράνος ,περιβαλλόμενο με λέοντες και με ίππους, με την χαρακτηριστική λακωνική απόδοση ,όπως μακριές ουρές. Του 565-550 π.Χ. από Λακωνικό εργαστήριο ή αρχική απόπειρα από εργαστήριο του λακωνικού Τάραντα ή Λάκωνα τεχνίτη στην Μ. Ελλάδα .Βρίσκεται -Ιταλία -Πέζαρο μουσείο Oliveriano.

  Εκτός από τις ανδρικές, στις δημιουργίες των λακωνικών εργαστηρίων ανήκουν και ειδώλια γυναικείων μορφών, που αποτελούσαν αυτοτελή αναθήματα, διακοσμητικά στοιχεία σκευών και αγγείων ή στηρίγματα και λαβές κατόπτρων .H σπαρτιατική κοινωνία δεν άφηνε έξω τη γυναίκα που μετείχε και αυτή στην ειδική αγωγή, την οποία επέβαλε η πολιτεία, και έπαιρνε μέρος σε αγώνες και τελετουργικά δρώμενα.

Από την Μάκιστο της Νότιας Ηλείας και πιθανά προέρχεται από λακωνικό εργαστήριο, κόρη που κρατά τελετουργικό μαχαίρι .Είναι του 530 π.Χ. Βοστόνη Μουσείο Καλών Τεχνών. Δεξιά κόρη που κρατά με το αριστερό χέρι τον χιτώνα ,σκέρτσο που συναντούμε και στην σαμιακή τεχνική αλλά και στην Αθήνα και με το δεξί λοτό .Λακωνικό του 540-530 π.Χ. - Βερολίνο. State Museums.

Έφηβος κόρη που κρατά προσφορά, τίθεται γυμνή στην λακωνική τέχνη ,πράγμα αδιανόητο για τον υπόλοιπο τότε αρχαίο μη ελληνικό κόσμο. Τα υψηλού επιπέδου πολιτισμικά στοιχεία των Ελλήνων που εξυμνούν και ανάγουν ισόθεο το ανθρώπινο σώμα παρουσιάζονται εδώ στην πιο απλή έκφανση

   Τα λακωνικά κάτοπτρα    
Πρώτοι οι Λάκωνες τεχνίτες, θεωρείται ότι δημιούργησαν εκείνο τον τύπο των κατόπτρων, όπου ο στρογγυλός δίσκος καθρεφτισμού στηρίζεται σε μια γυναικεία μορφή , τύπο που υιοθετήθηκε και από άλλα μεγάλα κέντρα, όπως το Άργος, την Kόρινθο, τη Σικυώνα, την Aθήνα κ.α. και γνώρισε μεγάλη εξάπλωση.



Ελληνικό, λακωνικό 2ο μισό του 6ου αιώνα π.Χ.

Το κορίτσι βρίσκεται επάνω σε ένα δέρμα από λιοντάρι, και έχει γρύπες που ακουμπούν από τους ώμους της, για να βοηθήσουν την υποστήριξη του δίσκου του καθρέφτη. Κρατάει ένα ρόδι στο αριστερό της χέρι και είναι γυμνή εκτός από ένα κολιέ και ένα λουρί από το οποίο κρέμονται ένα σχήματος ημισελήνου φυλαχτό και ένα δαχτυλίδι. Γύμνια της και τα ζώα που την περιβάλλουν φέρνουν στο νου εικόνες από την Πότνια Θηρών, Εναλλακτικά, αυτή μπορεί να συνδέεται με την Ορθία Αρτέμιδα, η λατρεία της οποίας ήταν σημαντική για την πόλη της Σπάρτης.



Από λακωνικό εργαστήριο του 540 -530 π.Χ. στήριγμα λαβίδας καθρέπτη . Βρέθηκε στο Κούριον της Κύπρου -ΜΕΤ Νέας Υόρκης .

Χάλκινο κάτοπτρο από Αργείτικο εργαστήριο του 455 π.Χ. -ΕΑΜ Αθηνών.

 Oι λακωνικές γυναικείες μορφές, είτε αποτελούν τμήματα σκευών είτε αυτοτελή αναθήματα, χαρακτηρίζονται και αυτές, όπως οι ανδρικές, από σαρκώδες πλατύ πρόσωπο με μεγάλα μάτια, έντονα βλέφαρα και σαρκώδες στόμα. Συχνά φέρουν στεφάνι στο κεφάλι, κρατούν άνθη, ρόδια ή μουσικά όργανα (κύμβαλα, κρόταλα) και αποδίδονται γυμνές με μόνο λιγοστά κοσμήματα, ή ντυμένες, φορώντας πέπλο ή χιτώνα και λοξό ιμάτιο .

Χάλκινο κάτοπτρο καθρέπτη από Λακωνικό εργαστήριο .Βρέθηκε στην Ερμιόνη Αργολίδος και είναι του 540 π.Χ. Βρίσκεται στο μουσείο Μονάχου .



Βάση Χάλκινου κατόπτρου από λακωνικό εργαστήριο και βρέθηκε στο Αμύκλαιο είναι το 550 π.Χ. -ΕΑΜ Αθήνα. Δεξιά άλλη μία λακωνική βάση κατόπτρου του 540 π.Χ.- Βερολίνο. State Museums


    Οι εν κινήσει Σπαρτιάτισσες    

  Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν οι γυναίκες «δρομάδες», δηλαδή ειδώλια που παριστάνουν Σπαρτιάτισσες με χιτωνίσκο να τρέχουν παίρνοντας προφανώς μέρος σε αγώνες, ή παρίστανται να δίνουν ένα τόνο και τρόπο ζωής , έντονο δημιουργώντας ένταση, σφρίγος στην μορφή , αλλά και υγεία ως κοινωνικό φαινόμενο στην ζωή της εποχής

Σπαρτιάτισσα με την χαρακτηριστική κίνηση και στάση .Από Λακωνικό εργαστήριο 530 π.Χ αι.


Λακωνικό χάλκινο αγαλματίδιο του 6ου αι.  π.Χ. (560-550 π.Χ.) από ναό Αρτέμιδος- Προς το παρόν βρίσκεται στο  Berlin State Museums


Μαινάδα του 600/500 π.Χ. Βρίσκεται στο σημερινό Τέτοβο ,μια παραλλαγή της Σπαρτιάτικης «μόδας» 



Αγαλματίδιο με τα ίδια χαρακτηριστικά Σπαρτιάτισσας, ως «δρομάδας».

Ίδια χαρακτηριστικά σε αγαλματίδιο από το Παλαιόκαστρο Τρικάλων του 525-550 π.Χ. ΕΑΜ Αθηνών.

Αγαλματίδιο με τα Λακωνικά χαρακτηριστικά.

Aνάμεσα στα ζώα που απεικονίζει η λακωνική τέχνη του 6ου αι. π.X., τα λιοντάρια αποτελούν ένα από τα πιο αγαπητά θέματα. Παριστάνονται ξαπλωμένα ή καθιστά, με ακτινωτά διαμορφωμένη στρογγυλή χαίτη και με φιδόσχημη . Mε τη βοήθεια βελόνας, μορφές λιονταριών μετατρέπονται σε αναθηματικές πόρπες, ένα πολύ χαρακτηριστικό λακωνικό είδος .


Αφιέρωμα στην Ήρα στην Σάμο είναι κατασκευή Λακωνικού εργαστηρίου 6ος αι . π.Χ. Αναθηματική επιγραφή αναφέρει …[ΕΥΜΝΑΣΙΟΣ ΤΑΙ ΗΕΡΑ ΣΠΑΡΤΙΑΤΑΣ ]

  Kαι το άλογο, γνωστό στη λακωνική τέχνη από τη γεωμετρική, όπως είδαμε, εποχή, εξακολουθεί να αποτελεί και κατά την αρχαϊκή περίοδο αγαπητό θέμα των καλλιτεχνών . Εκτός από τις ανάγλυφες παραστάσεις των μεγάλων λακωνικών πήλινων αγγείων, όπου η μορφή του αποδίδεται συνήθως σε πολεμικές σκηνές δίπλα σε μορφές οπλιτών, το άλογο, με τη χαρακτηριστική πλούσια «βαθμιδωτή» χαίτη και την περήφανη κορμοστασιά του, διακοσμεί τις λαβές χάλκινων λακωνικών αγγείων, κυρίως υδριών. Ειδώλια και άλλων ζώων όμως, όπως λιονταριών, κριαριών κτλ., αλλά και ανθρώπινων μορφών, ακόμα και μυθικών όντων (Σφίγγες, Σειρήνες) διακοσμούν μεγάλα αγγεία .

Χάλκινο λιοντάρι ανακλινόμενο  Ελληνικό, πιθανά από  Λακωνικό εργαστήριο   525 π.Χ. ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΤΕΝΕΣΣΗ ΗΠΑ  μήκος 4 1/8 ίντσες.

Χάλκινο αγαλματίδιο  Αθλητή που  φορά περίζωμα (λωρίδα υφάσματος )  Ελληνικό, με χαρακτηριστικά Λακωνικού εργαστηρίου  -.550 π.Χ.  -Συλλογή Πανεπιστήμιου  Τενεσσή- ΗΠΑ

Αριστερά αγαλματίδιο  πιθανά της Αθηνάς προμάχου από Πελοποννησιακό εργαστήριο τέλος  του 7ου αι π.Χ. δεξιά πεπλοφόρος πιθανά από Λακωνικό εργαστήριο τέλος  του 7ου αι π.Χ.  - Νέο Μουσείο Ολυμπίας.

Αγαλαματίδια περί τον 7ο αι. π.Χ. αριστερά η «θεά του Μενελαίου» 690-670 π.χ.( ο Herforth Koch το  θέτει μεταξύ 640-620 ) (* Kaminska (Kaminski C. Dädalische Plastik. Σ. 77- φέρει την «Θεά του Μενελαίου " έως τον 7ο αι.  κατά το πρώτο τρίμηνο) , από την Σπάρτη -Μουσείο της Σπάρτης. Στο κέντρο εύρημα από την Επίδαυρο του 640-620 π.χ. (αναφορά Herforth Koch ) άλλοι το θεωρούν παλαιότερο. Και δεξιά είναι το δεξιά αγαλματίδιο της άνω φωτογραφίας ευρισκόμενο που είναι του 610 -590 π.Χ, από αριστερά προς τα δεξιά βλέπουμε την εξελικτική πορεία μέσα στον 7ο αιώνα στην απόδοση της χαλκοπλαστικής στα λακωνικά εργαστήρια.
Τέσσερεις κούροι από λακωνικά εργαστήρια, το 4ο δεξιά έχει βρεθεί στην Ιταλία και έχει διαφορετικά τυπολογικά στοιχεία ως προς τα χέρια και τον τρόπο κατεργασίας ,τα κολλημένα χέρια εν σχέση με τα άλλα 3 αριστερά όπου τα χέρια έρχονται ελεύθερα κάτι που προϋποθέτει άλλες τεχνικές γνώσεις. Εξάλλου η θέση αρχικά των χεριών στα 3 αριστερά  αγαλματίδια ευρίσκονται  σε μια φυσική στάση, δείγμα εξαίρετης γλυπτικής τέχνης ,κάτι που δεν έχει το 4ο  δεξιά εξ Ιταλίας αγαλματίδιο .Μερικοί ερευνητές πιστεύουν ότι  οι Λάκωνες του Τάραντα εκείνη την περίοδο δεν είχαν ακόμη την τεχνική δεξιότητα να αποδώσουν στοιχεία όπως οι Λάκωνες στην Σπάρτη, πιθανολογώντας ότι φτιάχτηκε από εργαστήριο του Τάραντα.

  Κένταυρος , μικρό χάλκινο ειδώλιο που προέρχεται από την περιοχή Campo de Caravaca (Μούρθια, Ισπανία), πιθανότατα έργο από την Αρχαία Ελλάδα από εργαστήριο της Πελοποννήσου και συγκεκριμένα λακωνικού εργαστηρίου , σύμφωνα με της δομή της κατασκευής του - 6ος αιώνας π.Χ. Φωτογραφία: Ζοζέ Μανουέλ Benito Álvarez (España)

  Στην πλούσια παραγωγή της Λακωνίας, άλλωστε, σημαντική θέση κατείχαν, εκτός από τα πήλινα, και χάλκινα αγγεία, όπως οινοχόες, κρατήρες, λέβητες, υδρίες και άλλα, πολλά από τα οποία είχαν την πρώτη θέση στο εξαγωγικό εμπόριο.

  Mεγάλη ομάδα χάλκινων λακωνικών υδριών, των οποίων σώζονται τα χυτά τμήματα, αποτελούν οι επονομαζόμενες υδρίες του Tελέστα. H ομάδα έλαβε την ονομασία από το όνομα Tελέστας, χαραγμένο σε λακωνικό αλφάβητο στο χείλος τμήματος ενός τέτοιου αγγείου που βρίσκεται στην Aρχαιολογική Συλλογή του Πανεπιστημίου του Mainz, για το οποίο παραδίδεται ως τόπος προέλευσης η Bοιωτία.

Αποτύπωση του ονόματος από την ανασκαφική εργασία .

  Tο όνομα πιθανόν να σχετίζεται με τη φίρμα του εργαστηρίου που το κατασκεύασε. Ένα από τα τελειότερα έργα της αρχαίας μεταλλοτεχνίας, ο γνωστός ελικωτός κρατήρας, ύψ. 1,64 μ., στο Mουσείο του Chatillon sur Seine, που βρέθηκε κοντά στο γαλλικό χωριό Vix στην κεντρική Γαλλία, για τον οποίον προτείνεται μια χρονολόγηση στα χρόνια 570- 560 π.X., ή κατ’ άλλους στο 530-520 π.X., θεωρείται από πολλούς ερευνητές λακωνικό έργο.

  Στην αρχαία ελληνική γραμματεία γίνεται λόγος για «λακωνικούς κρατήρες», τους οποίους άλλοι ταυτίζουν με τα μεγάλα αγγεία, που φέρουν ελικωτές λαβές, όπως αυτός του χωριού Vix, και άλλοι με τους γνωστούς από τη γεωμετρική εποχή χάλκινους τριποδικούς λέβητες, οι οποίοι ήταν διακοσμημένοι με ανθρώπινες μορφές και ζώα και εξακολουθούσαν να παράγονται στη Λακωνία μέχρι τα τέλη του 6ου αι. π.X.
Χίμαιρα απεικονίζεται σε απότμημα ποδιού χάλκινου χυτού τρίποδα από λακωνικό εργαστήριο-7ος αι. π.Χ. ΕΑΜ Αθηνών ή Μουσείο Ολυμπίας.

  Παρά την καλλιτεχνική έκρηξη που παρατηρείται κατά την προηγούμενη περίοδο, από τα μέσα του 6ου αι. π.X. αρχίζει να διαγράφεται, παράλληλα με τις λιγοστές καλλιτεχνικές εκλάμψεις, κάποια βραδυπορεία και μια εμφανής κάμψη στη χαλκοπλαστική, όπως και γενικότερα στη λακωνική τέχνη.
Χάλκινη μάσκα προσώπου λακωνικού εργαστηρίου που ενδεχομένως κάλυπτε ξύλινο ξόανο Είναι του 650-625 π.Χ. Αρχ. Μουσείο Ολυμπίας

  Kαι ενώ, από τον 5ο ιδίως αι. π.X., ο αριθμός των χάλκινων λακωνικών αναθημάτων στα ιερά φθίνει, με τη μείωση της παραγωγής, ιδίως των αγγείων και των κοσμημάτων, και τον περιορισμό της σε μόνο μερικά όχι καλής ποιότητας ειδώλια ανδρικών ή και γυναικείων μορφών, ακόμα και της Aθηνάς, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Aκρόπολη της Σπάρτης , προορισμένων για ντόπια κυρίως πελατεία, τα σχετικά ευτελή μικρά μολύβδινα έργα, που αποδίδουν μορφές θεοτήτων, πολεμιστών, ζωαρίων, μυθικών όντων κ.ά., γνωστά ήδη από τον 7ο αι. π.X., εξακολουθούν να αποτελούν, αν και σε πολύ μικρότερο αριθμό, το πιο κοινό ανάθημα στο ιερό της Oρθίας Aρτέμιδος και στο Mενελάιον .

 Αφιερωματικά αναθήματα από την Σπάρτη

   H κακή εσωτερική κατάσταση, που είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται, αφ’ ενός μεν με την αρχόμενη μείωση του πληθυσμού, την επαπειλούμενη εξέγερση των ειλώτων, την παραμονή στη χώρα των ξένων, και αφ’ ετέρου με την οικονομική ισότητα των πολιτών που επιβλήθηκε, οδηγεί στη σταδιακή παρακμή της οικονομίας και του εμπορίου, στην αποξένωση της Σπάρτης από τον υπόλοιπο κόσμο και στον ολοένα μεγαλύτερο μαρασμό του καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος.

Διάκοσμος σύνθεσης με θέμα τον Τρωικό Πόλεμο και παριστάνει Αχαιό ήρωα και δεξιά πιθανά τον Νέστορα γέροντα να κρατά ραβδί , προέρχονται από το ίδιο λακωνικό εργαστήριο 6ος αι π.Χ.-ΕΑΜ Αθηνών

H κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε και από τον ισχυρό ανταγωνισμό και την επικράτηση άλλων σπουδαίων κέντρων μεταλλοτεχνίας, όπως π.χ. της Kορίνθου. H ζωή των πολιτών της διαμορφώνεται τώρα μέσα σε αυστηρά στρατιωτικά πλαίσια, γεγονός που επιβεβαιώνει το χαρακτηρισμό της ως ενός κατεξοχήν συντηρητικού στρατιωτικού κράτους.


Κεφαλή νέου. Λακωνικό εργαστήριο - Σπάρτη 530-520 π.Χ. Βοστώνη μουσείο Καλών Τεχνών

Η Σπάρτη εξακολουθεί να θεωρείται ισχυρή στρατιωτική δύναμη με σημαντικό, ενεργό ρόλο στα ελληνικά πράγματα και στην πορεία και διαμόρφωση των ιστορικών εξελίξεων, στην περίοδο δε των Περσικών πολέμων η συμβολή της υπήρξε αδιαμφισβήτητη. Mετά τα Περσικά όμως αρχίζει να διαφαίνεται έντονα η αδυναμία της όχι μόνο να διατηρήσει τις πολιτειακές και στρατιωτικές θέσεις και τον πολιτικό της ρόλο, αλλά και να συμμετάσχει στην καλλιτεχνική εξέλιξη. Kαι αυτό, σε αντίθεση με την Αθήνα, η οποία είχε πλέον ήδη αναλάβει τα ηνία που την οδήγησαν στο δικό της «χρυσό αιώνα» καλλιτεχνικής ανάπτυξης και δημιουργίας.


ΠΗΓΕΣ

κ.ΜΑΝΟΛΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ & κ.ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΟΥΛΑΚΗ-ΒΟΥΤΥΡΑ
ΚΕΝΤΡΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΈΡΕΥΝΑΣ & ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
κ.POZA ΠPOΣKYNHTOΠOYΛOY
ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΑΓΟΡΑΣ ΑΘΗΝΩΝ  ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ (ΑΑΣ)
ACADEMIC DICTIONARIES AND ENCYCLOPEDIAS
ΙΑ΄ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ -ΑΘΗΝΑ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΙΤΑΛΙΑΣ -ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ ΡΩΜΗΣ
ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΟΥ ΛΟΥΒΡΟΥ
ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ
ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΕΧΝΗΣ ΒΟΣΤΟΝΗΣ
ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΡΟΑΤΙΑΣ
ΑΡΧΜΟΥΣΕΙΟ ΔΕΛΦΩΝ
CLEVELAND MUSEUM OF ART
 ΜΟΥΣΕΙΑ ΟΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ

2- Της  κ.POZAΣ ΠPOΣKYNHTOΠOYΛOY
Eπιλεγμένη βιβλιογραφία 1
Bοκοτοπούλου 1997.
 Calligas 1992, 34-48. Fortsch 1998, 48-54.
Fortsch 2001.
 Fuchs - Floren
1987, 51-57, 214-216, 221-226.
Heilmeyer 1979, 110-131.
 Herfort-Koch 1986.
Hodkinson 1998, 55-63.
Kαλλιγάς 1980, 10-30.
Kοκκορού-Aλευρά 2002, 123-139.
Rolley 1983, 99-105. Rolley 2003, 77-143.
 Stibbe 1996. Stibbe 2000γ. Treister 1996, 40-41, 55-58, 87-88, 199.
Zimmermann 1989, 123-175.

Eπιλεγμένη βιβλιογραφία 2
Bοκοτοπούλου 1997. Fuchs - Floren 1987, 37-44, 295, 301-307. Kαλλιγάς 1974, 99-103.
Kαλλιγάς 1988, 92-97. Mattusch 197, 340-379. Niemeyer 1964, 7-31. de Ridder 1896. Rolley
1983,105-110. Treister 1996, 44-45, 62-63, 201-203. Zimmer 1990,
27-29, 34-38, 60-71, 73, 75-83. Zimmermann 1989, 269-29

ΕΚ.ΤΟΥ.ΣΥΝΕΡΓΆΤΗ ΜΑΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

Πηγή: tapantareinews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου