Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ (ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ)
Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ, Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ. 


   Μερικούς μόνο μήνες μετά την είσοδό του στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, ο Ιουλιανός, πήρε το δρόμο της Ανατολής, για να αντιμετωπίσει τους Πέρσες, τον πιό επικίνδυνο εχθρό της αυτοκρατορίας. Θα διαβεί από τη Νικομήδεια, στον τόπο που είχε περάσει αρκετά χρόνια της παιδικής και νεανικής του ηλικίας και πλησίον, στην ιερή τοποθεσία της Πεσσινούντος, θα προσευχηθεί στο βωμό της Μητρός των Θεών Ρέας – Κυβέλης. Στην Κιλικία, θα τον προϋπαντήσει ο Κέλσος, διοικητής της επαρχίας και αγαπητός συμμαθητής από την Αθήνα. Στις 18 Ιουλίου 362, φθάνει στην Αντιόχεια, όπου εγκαθίσταται, για την προπαρασκευή της εκστρατείας του. Κατά την είσοδό του στην πόλη, διακρίνει μέσα στο πλήθος τον σοφιστή Λιβάνιο και συνομιλεί με πολύ θερμά λόγια μαζί του, σε ένα ιστορικό στιγμιότυπο.
     Κατά τη διάρκεια της πορείας του στη Μικρά Ασία, ο Ιουλιανός θα διαπιστώσει την έλλειψη ενθουσιασμού των πληθυσμών, για τη θρησκευτική του μεταρρύθμιση. Ιδιαίτερα στην ορεινή Καππαδοκία, όπου υπήρχε ιδιαίτερος χριστιανικός ζήλος, βρήκε την κατάσταση απελπιστική και εφιστούσε σε αρχιερείς γειτονικών περιοχών, προσοχή στους τρόπους, με τους οποίους θα μπορούσαν να κερδίσουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής. Όμως στην Αντιόχεια, η εμπειρία που ανέμενε τον Ιουλιανό, ήταν αρκετά οδυνηρή.

   Με την άφιξή του στην Αντιόχεια, προσπάθησε να εκδηλώσει με κάθε τρόπο την εύνοιά του προς τους κατοίκους της περιοχής, που πιθανόν να σκόπευε να μεταφέρει την πρωτεύουσά του. Εισέπραξε όμως τη χλεύη και την αντιπάθεια του πληθυσμού. Κατά τον ίδιο τον Ιουλιανό, ο “Ελληνισμός” του, οι ασκητικές του τάσεις και η φιλελεύθερη στάση απέναντι στους υπηκόους του, ήταν αρετές που δεν μπόρεσαν να εκτιμηθούν από έναν πληθυσμό εκχριστιανισμένο στην πλειοψηφία του, διεφθαρμένο από τον ίδιο του τον πλούτο και εμποτισμένο από ασιατική δουλοπρέπεια.

   Η αφορμή της ρήξης υπήρξε η σιτοδεία που παρατηρήθηκε στην περιοχή κατά το 362, εξαιτίας της συρροής των στρατευμάτων και της κακής συγκομιδής. Παρά τις ενέργειές του για άμεση εισαγωγή 400.000 μόδιων σίτου, οι ποσότητες αυτές αγοράστηκαν από τους μεγαλεμπόρους και αποκρύφτηκαν στις αποθήκες. Ο Ιουλιανός επέβαλε ανώτατη τιμή, όμως τα τρόφιμα εξαφανίστηκαν από τη αγορά, καθώς δεν είχε προβλεφθεί η διάθεση με δελτίο. Έτσι οι μεγαλέμποροι άρχισαν να διοχετεύουν σιτάρι, στη μαύρη αγορά. Ως αντίπραξη ο Ιουλιανός διέταξε τους δούλους του να αρχίσουν να πωλούν σιτάρι σε μικρές ποσότητες και με αυτό τον τρόπο αναγκάστηκαν και οι χονδρέμποροι να αρχίσουν να πουλάνε το σιτάρι που κατείχαν σε αντίστοιχες τιμές. Παρά την τελική επιτυχή έκβαση του ζητήματος, η τάξη των “δυνατών” του κήρυξε πόλεμο, αλλά και οι “πένητες” δεν έμειναν ικανοποιημένοι.

    Ένα ακόμα αξιοσημείωτο περιστατικό στην Αντιόχεια, έχει να κάνει με την επίσκεψη του Ιουλιανού, στο ναό του Απόλλωνα στο προάστιο Δάφνη, κατά την ημέρα της εορτής του θεού. Ο Ιουλιανός πήγε να προσφέρει θυσίες και προσευχές στο θεό, αλλά δε συνάντησε ούτε τις αρχές της πόλεως, ούτε πλήθος ιερέων και χορό εφήβων, γεγονός που του προξένησε βαθύτατη εντύπωση. 'Αλλο ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, ήταν ότι απέναντι από τον ναό, στο ιερό άλσος του θεού, λίγα χρόνια πριν, επί βασιλείας Γάλλου, είχαν κομισθεί τα λείψανα του μάρτυρος Βαβύλα. Οιωνοσκόποι εξέφρασαν την άποψή τους, πως ο νεκρός είχε μιάνει τον ιερό χώρο και ο αυτοκράτορας διέταξε τη μετακομιδή των οστών. Το γεγονός προξένησε αντιδράσεις σε μερίδα του χριστιανικού πληθυσμού. Λίγες ημέρες μετά, στις 22 Οκτωβρίου 362, ο ναός του Δαφναίου Απόλλωνος θα αποτεφρωθεί, είτε από τυχαία πυρκαγιά, είτε από εμπρησμό.

   Σε αντίποινα, ο Ιουλιανός, θα διατάξει το κλείσιμο της μεγάλης εκκλησίας της Αντιόχειας, την οποία είχε κτίσει ο Κωνσταντίνος. Το γεγονός θα προκαλέσει λαϊκή κατακραυγή εναντίον του και τη δημιουργία αισχρών ασμάτων για τη φιλοσοφική γενειάδα του. Το Φεβρουάριο του 363, ο Ιουλιανός θα κυκλοφορήσει τον περίφημο και αυτοσατιρικό “ Μισοπώγωνα”, ως απάντηση. Με την πικρή διατύπωση από το έργο του ότι, “η πραότης αύξει και τρέφει την εν τοις ανθρώποις κακίαν”, θα εγκαταλείψει για πάντα την Αντιόχεια, στις 5 Μαρτίου 363, για να πραγματοποιήσει την περσική του εκστρατεία.

    Έχοντας ως πρότυπά του, τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Μάρκο Αυρήλιο, ο Ιουλιανός θα ξεκινήσει από την Αντιόχεια, με μία δύναμη 65.000 ανδρών. Στις Κάρρες ο αυτοκράτορας θα διαιρέσει το στράτευμά του και θα θέσει 30.000 υπό τις διαταγές του κόμητος Σεβαστιανού και του συγγενή του Ιουλιανού, Προκοπίου. Σκοπός ήταν να δωθεί η εντύπωση στον αντίπαλο, ότι αυτό αποτελούσε και το κύριο σώμα του στρατού. Με το υπόλοιπο κύριο σώμα του στρατεύματος, προχώρησε προς το Κιρκάσιο, έσχατο όριο της ρωμαϊκής επικράτειας και αφού ενώθηκε με τις συμμαχικές δυνάμεις των Σαρακήνων, διέπλευσε τον ποταμό Χαβώρα κια εισήλθε στον Ευφράτη. Κατέλαβε τα Άναθα, τη Δακίρα και τη Ζαραγαρδία, χωρίς παρουσία εχθρικού στρατού. Ο Ορμίσδας, ανταπαιτητής του περσικού θρόνου και σύμμαχος του Ιουλιάνου, πέτυχε την πρώτη νίκη του απέναντι σε σώμα Περσών τοξοτών.
 
    Στη συνέχεια και κατά μήκος του Ευφράτη, πολιόρκησε με δυσκολία το μεγάλο οχυρό Βηρσαβώρα και στις αρχές Μαϊου, έφτασε εμπρός από το προπύργιο της περσικής πρωτεύουσας, την πολυάνθρωπη πόλη Βησουχίδα και την εκπόρθησε. Στα μέσα Μαϊου, το στράτευμα άρχισε να πορεύεται κατά την Κτησιφώντα. Σκοπός του Ιουλιανού ήταν τώρα, το στράτευμα να περαιωθεί στην αριστερή όχθη του Τίγρη. Εκεί βρισκόταν παραταγμένη μεγάλη δύναμη υπό τον αρχιστράτηγο των Περσών και ένα γιό του Πέρση βασιλέως Σαπώρη. Με δόλο κατόρθωσε να διεκπεραιώσει όλο το στράτευμά του στην αντιπέρα όχθη και να τρέψει σε φυγή τους Πέρσες, κερδίζοντας έτσι την πρώτη μεγάλη εκ παρατάξεως μάχη σε περσικό έδαφος. Το στράτευμα θα βαδίσει κατά μήκος της αριστερής όχθης του Τίγρη, προς το συμμαχικό βασίλειο της Αρμενίας. Στις 16 Ιουνίου θα συναντήσει τον μέχρι τότε άφαντο στρατό του Πέρση βασιλιά. Στις 21 Ιουνίου, στη θέση Μάρωνσα, οι Ρωμαίοι θα κερδίσουν στη μάχη που θα δωθεί, χωρίς όμως να λύσουν το πρόβλημα του ανεφοδιασμού τους, το οποίο πλέον έχει ανακύψει.
 
    Το πρωϊ της 26ης Ιουλίου, ο ίδιος ο καταπονημένος και εξουθενωμένος Ιουλιανός, θα δώσει εντολή στον κουρασμένο στρατό του, να προχωρήσει σε παράταξη μάχης, με τον ίδιο επί κεφαλής. Οι Πέρσες αιφνιδιαστικά προσβάλλουν την οπισθοφυλακή του. Στο άγγελμα της είδησης αυτής, ορμά ο ίδιος στον τόπο του κινδύνου, όπου επαναφέρει την τάξη. Διαδοχικά σπεύδει και σε άλλα σημεία της παρατάξεως που έχουν δημιουργηθεί ρήγματα κι εμψυχώνοντας τους στρατιώτες του, τους οδηγεί σε αντεπίθεση. Μέσα όμως στον πυρετό της μάχης, αποκόβεται από τη φρουρά του και τον ιπποκόμο του, ο οποίος κρατούσε την πανοπλία και την ασπίδα του, ώσπου “εν μέσοις τοις πολεμίοις γενόμενος, δόρατι βάλλεται κατά της πλευράς”. Ο Ιουλιανός ενστικτωδώς προσπαθεί να αφαιρέσει το καρφωμένο δόρυ από το συκώτι του, όμως το μόνο που κατορθώνει είναι να κόψει τα χέρια του και να πέσει από το άλογό του λιπόθυμος.

   Γιά το χέρι που έριξε το μοιραίο δόρυ, ακούστηκαν πολλές απόψεις. “Οικείος στρατιώτης” γράφει ακόμα και ο χριστιανός ιστορικός Σωκράτης. “Άγνωστον πόθεν”, ο αμερόληπτος αυτόπτης μάρτυρας Αμμιανός. “ Εν τοις ημετέροις ο φονεύς”, διαπιστώνει ανεπιφύλακτα την τρομερή κατηγορία ο Λιβάνιος. Στον πολύ λαό, χριστιανούς και εθνικούς, η λαϊκή φαντασία που εντυπώθηκε ήταν πως ο Ιουλιανός ήταν “υπό δαίμονος βληθείς”. Είναι χαρακτηριστικό ότι, καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, αναπαραστάθηκε εκατοντάδες φορές η στιγμή του χαμού του Ιουλιανού, σε πάλη με κάποιο υπερφυσικό στοιχείο.
 
  Ενώ η μάχη συνεχιζόταν, ο Ιουλιανός δέχτηκε τη φροντίδα του ιατρού και φίλου του Οριβάσιου. Ο αυτοκράτορας αντιλαμβανόμενος ότι η ύστατη ώρα του είχε φτάσει, συγκέντρωσε το επιτελείο του και απηύθυνε ένα τελευταίο μήνυμα. Πραγματοποίησε απολογισμό της πολιτικής του και αρνήθηκε να υποδείξει διάδοχο, από το φόβο μήπως η εκλογή του προσκρούσει στη γνώμη της πλειοψηφίας. Αποχαιρετώντας τους στρατηγούς του, στράφηκε προς τους φιλοσόφους Μάξιμο και Πρίσκο και όπως ο Σωκράτης, αφιέρωσε τις τελευταίες ώρες της ζωής του, σε ένα διάλογο για την αθανασία της ψυχής. Αφού ζήτησε δροσερό νερό και ήπιε, έγειρε ήρεμα το κεφάλι του κι έσβησε χωρίς αγωνία, στις 26 Ιουνίου 363. Έτσι πέθανε πριν κλείσει τα τριανταδύο του χρόνια, μία από τις πιό προικισμένες, ευγενείς και αξιολάτρευτες μορφές της παγκόσμιας ιστορίας.
 
  Μαζί του γκρεμίσθηκε το όραμα της αναγεννήσεως της αυτοκρατορίας. Οι χριστιανοί των κατώτερων τάξεων θρήνησαν πιότερο την αποτυχία του. Από όλο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, χριστιανοί διαννοούμενοι συμφώνησαν για το μεγαλείο του εχθρού της θρησκείας τους. Ο Λατίνος ποιητής Προυδέντιος, θα αναγνωρίσει ότι ο Ιουλιανός υπήρξε “ άπιστος έναντι του Θεού, αλλά και όχι έναντι της Οικουμένης”. Τον 6ο αιώνα, ένας από τους πιό ένθερμους χριστιανούς, ο Αντιοχεύς Ιωάννης, θα παραδεχθεί ότι από όλους τους αυτοκράτορες “ μόνο το ρωμαϊκόν καλώς διώκησεν, ανώρθωσε τε αυτό, ει μη ες εναντίωσιν τα εκ του δαιμονίου κατέστη”.
 
  Η σορός του μεταφέρθηκε το φθινόπωρο του 363 στην Ταρσό κι εναποτέθηκε σε πενιχρό μνήμα. Λίγα χρόνια αργότερα ο Αμμιανός Μαρκελλίνος απαίτησε για το νεκρό αυτοκράτορα, τη συμβολική αναγνώριση του ηρωϊσμού του, που θα συνεπαγόταν η ταφή του στην Αιώνια Πόλη. Ο Λιβάνιος πάλι έκρινε, δικαιότερο να μεταφερόταν η σορός του Ιουλιανού στην Ακαδημία, για να αναπαυθεί δίπλα στη τέφρα του Πλάτωνα.
 
   Αυτή η αντιδικία ανάμεσα στην Αθήνα και τη Ρώμη, για το ποιά άξιζε περισσότερο να φιλοξενήσει τη σορό του ανθρώπου, στο πρόσωπο του οποίου αναγνώρισε τον ενσαρκωτή του πνεύματός της, κάθε μία από τις δύο πόλεις, αποτελεί μία υπέρτατη τιμή, την οποία δεν αξιώθηκε άλλος αυτοκράτορας.

Πηγή: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου